16.3.08

Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω τα όσα έχουν συμβεί από την τελευταία φορά που πόσταρα... Γι' αυτό λοιπόν δε θα το κάνω.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι άλλαξαν πολλά πράγματα. Τολμώ να πω ότι ανατράπηκε όλη μου η ζωή. Αυτό βέβαια το λέω ελπίζοντας ότι καθώς το διαβάζετε θα αφαιρέσετε ό,τι βαρύγδουπο και δραματοποιημένο κουβαλά και θα το ακούσετε απλά, όπως ακριβώς το εννοώ.

Ανατράπηκε όλη μου η ζωή.
Γκρεμίστηκαν κάστρα που νόμιζα πως ήταν γερά, ταυτόχρονα όμως φύτρωσαν από μέσα μου λουλούδια!
Κατέρρευσα και μάτωσαν τα γόνατά μου από το ξαφνικό πέσιμο, αλλά είμαι πάλι όρθια στα πόδια μου!
Τρόμαξα από τη λάμψη που εμφανίστηκε μπροστά στα θολωμένα τότε μάτια μου, μα όπως και να το κάνεις ήταν λάμψη!
Ερωτεύθηκα!




...το σκέφτηκα πολύ. νομίζω πως ήρθε πια η ώρα να χαιρετήσω - «προς το παρόν;», δεν ξέρω.

σας αφήνω συστήνοντάς σας έναν καινούριο μου φίλο και αφήνοντάς σας με την εικόνα του παρέα. δε μιλάει πολύ... μόνο κουνάει τη μυτούλα του χαριτωμένα. κι αν το θελήσει - μόνο τότε - γυρνάει λίγο το αφτί του προς το μέρος σου αν σε ακούσει να τον φωνάζεις «Free Will» (ναι, είναι συμβολικό..!).
.
.
.
.
.

υ.γ. ευχαριστωωώ

16.1.08


ψιτ : τι νοιώθεις;
γαλήνη : ... ζέστη . . .
ψιτ : η ζέστη δεν είναι συναίσθημα..!
γαλήνη : είναι!
.
.
αυτό ακριβώς εννοούσα.
βάλτο μέσα μου και θα καταλάβεις!
κι αν κάποτε καταφέρω να το βάλω και στο βλέμμα μου θα μπορείς ακόμη και να το δεις!

11.1.08

Και τι να γράψω, μου λες; Πώς να βρω τις σωστές λέξεις για κάτι που δεν το ‘χω ξανανοιώσει αλλά είναι τόσο αφοπλιστικά γνώριμο που το πρώτο πράγμα που μου φέρνει στο μυαλό είναι να πιάσω χαρτί και μολύβι και να το εγκλωβίσω για να το βλέπουν για πάντα τα αχόρταγα μάτια μου; Έρχονται όλα στο μυαλό μου και για ακόμη μια φορά οι σκέψεις γίνονται κουβάρι. Αφήνω το έξω να με αποπροσανατολίζει και ξεχνάω – μου επιτρέπω να ξεχνάω – τι θέλω να σκεφτώ. Αυτό που πριν από λίγο μου είπες να πάψω να κάνω. Ξέχασα από τι ξεκίνησα και μπλέχτηκα οπότε άνοιξα τα μάτια και έβγαλα τις παλάμες από το πρόσωπό μου. Θα μπω σε ένα δρόμο. Θα πάψω να σκέφτομαι ότι το κεφάλι μου πονάει και θα προσπαθήσω να βρω γιατί πονάει κάτι τέτοιες στιγμές. Δεν έχω ανάγκη να τρέξω. Μου αρκεί να πάω προς τα μπροστά. Ποτέ όμως δε θέλω να νοιώσω μόνη. Δε θα το αντέξω. Αυτή η φράση αντηχεί μέσα στο μυαλό μου και με πονάει τόσο πολύ. Είμαι μόνη μου. Νομίζω πως έτσι είναι τα πράγματα αλλά εγώ αρνούμαι να το δεχτώ από φόβο. Δεν ξέρω…

Όχι
αρνούμαι να μην ξέρω!
υ.γ. για το 2008 τι εύχομαι..; να πάψουν πια να υπάρχουν τα «δεν ξέρω» μου. ή μάλλον να τα πάψω εγώ.

22.12.07

ενοχές παντού
σε ό,τι κι αν κάνεις
για ό,τι κι αν κάνεις
επειδή το κάνεις
μα
απ’ ότι λες
έχεις μάθει πια να τις αναγνωρίζεις και να τις δείχνεις με το δάχτυλο
σα να μη σε νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι
λες τα πάντα
με χαμόγελο
λόγια και ιστορίες αλλόκοτες
είναι όλη σου η ζωή που μου τη δίνεις έτσι
φρίκη καλυμμένη με αστεία
σου προσφέρω κι εγώ τη φρίκη μου και μοιάζει λιγότερο τρομακτική
με φέρνεις κοντά στο ακραίο
το δικό σου
και
το δικό μου
με τρόπο που δε φοβίζει

κάνεις τους ανθρώπους να σου μιλούν
σε είχα παρεξηγήσει...

17.12.07

14.12.07

Τι να πω πια; Οι αλήθειες μου μοιάζουν με ψέμα και τα χρώματά μου τελειώνουν. Άρχισα να αγαπώ τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Προσπαθώ να τις βάλω σε πολύχρωμα κάδρα, μα η αλήθεια είναι πως κατά βάθος συνεχίζω να τις προτιμώ σκέτες, κολλημένες σε λευκό τοίχο. Κοιτάζω αγνώστους στα μάτια και βλέπω ολόκληρες ιστορίες ντυμένες με ασπρόμαυρα τούλια. Τα γιορτινά φώτα είναι κι αυτά ασπρόμαυρα, απλά πιο λαμπερά. Δαγκώνω τα δόντια μου. Θα 'θελα... το φαντάστηκα, δε μπορώ. Επειδή δε γίνεται. Σφίγγω τα δόντια είναι το σωστό. Αγαπάω τις εικόνες που βλέπω πίσω από τα παράθυρα. Και μαζί μ' αυτές, τις εικόνες που καθρεφτίζονται πάνω στο τζάμι.

Δεκέμβριος 2007

20.11.07

Βλέπω το πρόσωπο και την όψη που αγάπησα μα τώρα πια είναι κάποιος άλλος, ίδιος μ' εκείνον μα άλλος. Ή εγώ είμαι άλλη; Εκείνη που αγάπησε μα διαφορετική πια.
Ακόμη και μέσα στο μεθύσι που όλα γίνονται θολά, που δε σκέφτεσαι καθαρά, που αυτά που είχες αποφασίσει φαίνονται ξεχασμένα, το ίδιο πάντα μοτίβο δίνει ρυθμό στο μυαλό.
.

«Σ' αγαπώ, σε λατρεύω, μα δε σε πιστεύω.»
.

Δεν πιστεύω σε μένα ούτε σε σένα.
.
Ακούω μέσα μου τα λόγια μου τα μεθυσμένα, που δεν ξέρω αν πρέπει να εμπιστευτώ. Και δε μπορώ να τα πω ούτε να γράψω στο χαρτί. Βαβούρα και καπνός.
.

.

.

Έρχεται στο μυαλό μου η μουσική του μπουζουκιού και σκέφτομαι εσένα να χορεύεις με τα χέρια ορθάνοιχτα, σα λεπίδες που σχίζουν τον αέρα, κι εμένα να χειροκροτώ από μακριά.
Κι είναι μια εικόνα όμορφη...

15.11.07

υπομονή μέχρι αύριο
γιατί αύριο είναι μια καινούρια μέρα
αύριο πάρε μόνο αυτά που θες
κι άσε το μίζερο εαυτό σου να χτυπιέται μόνος του
εσένα σου πάει ο ήλιος,
δεν είσαι για τέτοια...

Ε.

23.10.07

Μη σταματάς! Συνέχισε.
Δώσε στην καρδιά λόγο να χτυπά σαν τρελή.
Δώσε στο μυαλό υλικό για όνειρα νυχτερινά που το πρωί θα έχουν ξεχαστεί.
Δώσε στο μελάνι αφορμές να σκορπιέται εδώ κι εκεί.
Δώσε στα κλειστά μάτια εικόνες για να μην αντικρίζουν το σκοτάδι.

Κι άλλο! Δεν τελείωσε εδώ. Κυλάει ακόμη και το ξέρεις.
Αφού χρόνια τώρα δεν το σκορπάς, αλλά σταγόνα σταγόνα το μαζεύεις στις χούφτες σου και το φυλάς σαν πολύτιμο υλικό. Το κοιτάς συχνά, το προσέχεις σαν τα δυο σου μάτια και δεν το αφήνεις να φύγει. Δεν το αφήνεις.
Ακόμη κι αν μερικές στιγμές το πέταξες, έτρεξες γρήγορα να το μαζέψεις πάλι.
Σταγόνα, σταγόνα...

17.10.07

Πέτα το τόπι. Πιάσε το τόπι.
Πέτα το. Πιάστο. Πέτα το. Πιάστο.
Ξεκινάμε το παιχνίδι, μέχρι να το βαρεθούμε και να βρούμε κάποιο άλλο, πιο καρδιακό.
Μέχρι να μπορείς αυθόρμητα να βάλεις το χέρι σου γύρω από τον ώμο μου κι εγώ το δικό μου στην κωλότσεπη του τζιν σου.
Και τότε... τότε θα 'ναι αλλιώτικα από κάθε άλλη φορά.
... εκτός κι αν μας πέσει το τόπι, πριν καν προλάβουμε να το βαρεθούμε..
16/10/2007
Δεν έβρισκα λόγια για να το πω.
Όχι, δεν ήταν κάτι σαν έκρηξη που δε μπορούσε να βρει χώρο για να υπάρξει ως έκρηξη. Ούτε κραυγή που δεν έβρισκε αφτιά για να ακουστεί. Ποιές είναι οι σωστές λέξεις για να το πουν και για να το καταλάβουν οι άλλοι.. Ναι, ήθελα να το καταλάβουν, μα δε μπορούσα να το επικοινωνήσω.
Τώρα ξέρω.
Τώρα που βγήκα και το βλέπω απ' έξω κι από λίγο πιο μακριά ξέρω τι ήταν.
Εικόνα.
Ήθελα με τα χέρι μου να κατεβάσω τους τοίχους, να ξεσκίσω όλες τις αφίσες και όλα τα άρθρα και όλες τις φωτογραφίες που έχω κολλήσει κατά καιρούς πάνω τους κι αφού τους αφήσω γυμνούς να βγάλω όλα τα βιβλία από τα ράφια και να τα σκίσω κι αυτά μέχρι τελευταία σελίδα κι έπειτα να καταστρέψω τα cd, να τα σπάσω, να τα ποδοπατήσω και να κάνω και τα πιάτα κομμάτια πετώντας τα στο ταβάνι για να σπάσουν και να πέσουν θρύψαλα στο πάτωμα και τους καναπέδες να τους μουτζουρώσω με κυρομπογιές και τα ρούχα να τα βγάλω από τις ντουλάπες, να τα πετάξω στο πάτωμα και να τα ανακατέψω μέχρι να γίνουν μια αλάνταβη, πολύχρωμη στοίβα. Και να καταστρέψω ολόκληρο το σπίτι. Χωρίς φωνές, χωρίς τίποτα. Μόνο η καταστροφή θα ακουγόταν.
Χάος.
Όλα πεταμένα στο πάτωμα. Γυαλιά χαρτιά. Κι εγώ κάπου εκεί ανάμεσα να ανασαίνω ράθυμα με μάτια ανοιχτά για να το βλέπω.
Εκτονώνομαι.
Είναι κάτι στιγμές που θέλω να φωνάξω, να ουρλιάξω άναρθρα, να κλάψω, να σπάσω, να πέσω, να πονέσω κι έπειτα να κολλήσω το βλέμμα στο κενό και να μην ξαναμιλήσω ώσπου να πεθάνω.
Εκτονώνομαι και τελειώνει. Μέχρι να χρειαστεί να με ξανακλειδώσω στο σπίτι.
16/10/2007

12.10.07

δάχτυλα μπλεγμένα, βλέμματα αγκαλιασμένα. είναι οι άλλοι, όχι εμείς, εκείνοι που θέλουν να μπορούν και μπορούν. ένα ποτήρι κρασί, κόκκινο, μόνο αυτό μου χρειάζεται τώρα. και κάποιος να μου το προσφέρει, βαρέθηκα πια να γεμίζω μόνη μου τα ποτήρια μου. με κούρασαν πια οι ίδιοι στίχοι που ακούω για χρόνια και μουρμουρίζω όταν οι άλλοι είναι - ή δεν είναι - μπροστά, δεν είναι αυτό που με απασχολεί. χρειάζομαι άλλη θέα, διαφορετική από αυτή που αντικρίζω τον τελευταίο καιρό, θέλω περισσότερο βάθος πασπαλισμένο με επιφανειακή ελαφρότητα. θέλω χρώματα πολλά, έντονα, μουντά, παλ, ανακατεμένα, ξέρεις, από αυτά που δεν ξέρεις πώς ακριβώς να τα ονομάσεις. πρασινογαλάζιο με ένα τόνο χρυσό. τα θέλω όλα αυτά. να τα ενώσω περίτεχνα και να φτιάξω το λευκό.
17/9/07
Υ.Γ. παιδιά, σας ευχαριστώ

16.9.07

Κάτι με έχει πιάσει τον τελευταίο καιρό με τις στιγμές, που έρχονται και τρυπώνουν μέσα στο μυαλό και γίνονται εικόνες, γιατί πρέπει να βρω έναν τρόπο να τις συγκρατήσω… Όχι ότι έχει σημασία βέβαια, απλά με κάνουν να χαμογελώ ανιδιοτελώς. Μου φτιάχνουν τη διάθεση! Στιγμές ξένες! Μόνο οι εικόνες είναι δικές μου! Στιγμές των άλλων που γίνονται εικόνες δικές μου… Ξέρεις, που είναι αποκομμένες από κάθε τι άλλο, γιατί δεν μπορώ να ξέρω ούτε τι έγινε πριν, ούτε τι θα γίνει μετά, ούτε γιατί, ούτε ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που τους αφιερώνω δυο-τρεις ανάσες μου για να καρφώσω το βλέμμα πάνω τους, ούτε τίποτα τέλος πάντων! Το μόνο που έχει σημασία είναι που παίρνει το μάτι μου για μερικά δευτερόλεπτα – είναι εκείνη η στιγμή που το τρόλεϊ που με πάει σπίτι έχει σταματήσει στη στάση - εκείνο το Φιλιππινεζάκι με το λευκό φορεματάκι και τα μαλλάκια του τραβηγμένα πίσω σε κότσο να έχει απλώσει τα χέρια του και με το κεφάλι προς τον ουρανό να γυρίζει γύρω από τον εαυτό του και να τραγουδάει, ποιος ξέρει τι… Κι ούτε που δίνει σημασία σε κανέναν… Μα του χαμογελώ κι ας μη με βλέπει. Αυτό μόνο. Κι έπειτα, κατεβαίνω από το τρόλεϊ και περπατάω στο πεζοδρόμιο. Φτάνω στη διασταύρωση κι εκεί που πάω να στρίψω περνάω μπροστά από την είσοδο του άλσους κι ασυναίσθητα κοιτώ προς τα μέσα, εκεί που είναι τόσο σκοτεινά και «φοβιστικά» που τρία χρόνια τώρα, μόνο μία φορά έχω τολμήσει να πατήσω το πόδι μου. Και με το που στρίβω το κεφάλι να κι άλλη μια ξένη στιγμή! Μία γιαγιά κι ένας παππούς αγκαλιασμένοι φιλιούνται! Ποιός να το φανταζόταν! Χαμογελώ και σ’ αυτούς κι ας μη με βλέπουν. Αυτό μόνο.
Όλο αυτό μοιάζει με άλμπουμ φωτογραφιών που έχω βρει πεταμένο στο δρόμο. Το σηκώνω, το ξεφυλλίζω και παρόλο που δεν μπορώ να αναγνωρίσω κανένα από τα πρόσωπα που ποζάρουν στις φωτογραφίες, η ομορφιά που ξεχειλίζει με κάθε γύρισμα των φύλλων μου φτάνει. Δε με νοιάζει αν μου είναι γνώριμοι ή όχι όλοι αυτοί. Σημασία έχει μόνο αυτό και δε θέλω ούτε να δω ούτε να γνωρίζω το υπόλοιπο. Μπορεί και να είναι στυγνά άσχημο. Εξάλλου έτσι δεν είναι όλες οι φωτογραφίες στα άλμπουμ; Χαρούμενες. Ακόμα κι αν τις κοιτάζεις ξανά και ξανά και σε γεμίζουν αναμνήσεις ίσως και θλίψη για τα χρόνια που έχουν περάσει τελικά χαμογελάς κι ας έχεις δακρύσει. Πάντα εκείνα τα χρόνια είναι όμορφα όταν πια έχουν φύγει. Μπορεί μετά από χρόνια να βλέπεις το Δημοσθένη, τον Άκη και την Ανδρομάχη να ποζάρουν χαμογελαστοί και ξέγνοιαστοι, αλλά μέσα στη φωτογραφία δε βλέπεις το Θέμη να τραβάει την κοτσίδα της Βάσως κι εκείνη να τσιρίζει και να έχει εκείνο το ύφος το πονεμένο και κακόμοιρο, απλά και μόνο επειδή στέκονταν λίγο πιο πέρα. Μετά από καιρό δε θα θυμάσαι καν ότι ήταν κι εκείνοι εκεί… κοιτώντας τη φωτογραφία το μόνο που θα έχει μείνει θα είναι η ωραία αίσθηση που σου είχε αφήσει εκείνη η εκδρομή με τα «παιδιά», που όλοι είχαν περάσει τόσο όμορφα! Αυτό μόνο.

Μηχανισμός άμυνας;
Επιλεκτική μνήμη;
Ζωή;

8.9.07

Αυτός ο δρόμος είναι γεμάτος μουσικές. Γι’ αυτό τον λατρεύω κάθε χρόνο και περισσότερο. Ειδικά το καλοκαίρι, που όλες οι μπαλκονόπορτες είναι ανοιχτές, η γειτονιά γεμίζει με τραγούδι. Οι γείτονες ακούν ραδιόφωνο στη διαπασών, το αιγυπτιακό καφενείο από κάτω βάζει τέρμα τις μελωδίες του για χάρη των θαμώνων που πίνουν το ναργιλέ τους γεμίζοντας τη γειτονιά ανατολή, και πότε πότε περνά ο κυριούλης με το ακορντεόν τραγουδώντας άτσαλα, χαιρετώντας όσους έχουν βγει στο μπαλκόνι για να τον δουν και κόβοντας το τραγούδι πού και πού για να φωνάξει στις κυρίες «Γεια σου, όμορφη!». Και να θέλεις δε μπορείς να σκυθρωπιάσεις… Χαμογελάς ασυναίσθητα. Σαν κι εμένα τώρα…

2.9.07

ούτε να σε κοιτάξω δεν ήθελα, δεν μπορούσα, δεν με άφηνα, δεν επεδίωκα, δεν ξέρω... δόντια λευκά, στραβά και έτοιμα να κατασπαράξουν. δαγκώνομαι τόσο που να πονάω, μα έχει πάψει πια να μ' αρέσει. δεν έχω χρόνο να σηκώσω το βλέμμα. ακούω τραγούδια μες στο μυαλό μου κι επιμένω να τα σιγοτραγουδώ. δε θέλω να απλώσω το χέρι περιμένοντας μέχρι να νοιώσω το δικό σου να σφίγγεται πάνω του. ώρες ώρες έχω την αίσθηση ότι η ψυχή μου καθρεφτίζεται στα μάτια μου και ξεπηδά από κάθε πόρο του κορμιού μου. ίσως γι' αυτό δε θέλησα, δε μπόρεσα, δε με άφησα, δεν επεδίωξα.
δεν ξέρω...

31.8.07

άγχος - θυμός / θλίψη - χαρά

27.8.07

αύγουστος ήταν
αύγουστος είναι
.
δεν το χρειάζομαι πια να σου μιλώ
δεν ξέρω τι έγινε και πώς έγινε
με άφησες
σε έδιωξα
με ξέχασες
θέλησα να σε αφήσω
μπόρεσα
έπρεπε
ήρθε η ώρα
τι σημασία έχει...
.
βγήκες από μέσα μου ήσυχα και διακριτικά, όπως ακριβώς είχες έρθει...
μπαλκόνι, 5 Αυγούστου 2007
.....Κάθε φορά που με αναγκάζω να σκεφτώ ο νους μου πάει σε σένα. Άλλοτε φτιάχνω εικόνες, θυμάμαι εικόνες, σβήνω εικόνες κι άλλοτε αδυνατώ να δω κάτι και αρκούμαι στον αντίλαλο του ονόματός σου. Καθώς περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο θολώνει το πρόσωπό σου. Φοβάμαι. Φοβάμαι πως σε λίγο θα πάψει να υπάρχει. Και τότε θα είσαι μόνο ένα όνομα που εγώ θα συνεχίσω να αγαπώ αναίτια. Και θα συνεχίσω να γράφω σε μια φιγούρα δίχως πρόσωπο. Θα συνεχίσω να γράφω στην ανάμνηση ενός πράσινου βλέμματος που όσο κι αν προσπαθώ δε θα μπορώ να φανταστώ τι αντικρίζει. Ενός ονόματος που όσες φορές κι αν προσπαθήσω δε θα μπορέσω να προφέρω έτσι όπως όταν σε επικαλούμουν ψιθυριστά κάποτε. Και ίσως τότε να πάψω να γράφω για σένα σε σένα και να καταλήξω να γράφω σε μένα γα μένα. Θα ‘χω χάσει το νόημα. Θα έχω εξαρτηθεί αλλά δε θα μπορώ να θυμηθώ από τι.
.....Κάθε φορά που ξεχνιέμαι κι ο νους μου ταξιδεύει και μπερδεύονται όνειρα με προβλήματα, ανάγκες με συμβιβασμούς, δάκρυα με μαύρο μολύβι ματιών ο νους μου καταλήγει σε σένα. Λες κι εκεί έχω μάθει να καταλήγω. Σε σένα. Κι απορώ με μένα που εξυψώνω κάτι τόσο νεκρό. Ναι, μπορώ να θυμηθώ εμένα όταν ήμουν μαζί σου. Μπορώ ακόμη, αν το θελήσω να προσπαθήσω, να θυμηθώ κι εσένα όταν ήσουν μαζί μου. Μα είναι ακατόρθωτο να θυμηθώ εμάς όταν ήμασταν μαζί.
.....Προσπαθώ πεισματικά να μην ξεχάσω, μα δε μπορώ να δώσω μια απάντηση στο ‘γιατί;’. Γιατί να μην ξεχάσω; Γιατί θέλω να πρέπει να θυμάμαι; Γιατί ο ήχος της φωνής σου που δεν τον θυμάμαι πια μα ξέρω πως είναι αυτός γιατί νοιώθω εσένα τριγύρω μου, να πρέπει να με ακολουθεί και να γυρνώ ξαφνικά το κεφάλι μου νομίζοντας πως σε άκουσα να μιλάς; Περπατώ σε δρόμους που υπήρξαν για μένα ο μόνος τρόπος να μείνω μακριά από σένα κι απ’ όλα τα άλλα. Περπατώ σε συνοικίες που τίποτα δε θυμίζουν από σένα, που δεν τις έχεις δει ποτέ σου, που δε μου μιλάνε για σένα, που δε μου μιλάνε για κανένα. Κι όμως γυρνώ απότομα το κεφάλι νομίζοντας πως θα αντικρίσω τη μορφή σου. Ίσως και να το κάνει γιατί είμαι απολύτως βέβαιη ότι δεν πρόκειται να ‘σαι εσύ. Κι αυτό, όσο κι αν πονάει καθώς επαναλαμβάνεται όλο και πιο συχνά, την ίδια στιγμή ανακουφίζει την καρδιά μου που έμαθε να σέρνει μόνη έναν έρωτα γδαρμένο από εφηβικές καρδιές.
.....Κι ίσως τώρα να έχω φτάσει στο σημείο να με πιέζω να συνεχίσω να βολτάρω το στυλό μου πάνω στο χαρτί, επίτηδες για να μη σε βγάλω από τη σκέψη μου. Ίσως να μη θέλω μα θα με αναγκάσω για ακόμη μία νύχτα να φανταστώ προς ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να κοιτάξω για να συναντήσω το βλέμμα σου αν με μαγικό τρόπο κατάφερνα να σβήσω την επίγεια απόσταση που, όσο κι αν άλλοτε με έσωσε, τώρα φαίνεται να την αποζητώ κάπως λιγότερο. Κι όπως πάντα θα γυρνώ γύρω από τον εαυτό μου κοιτάζοντας στο κενό προσπαθώντας να αντικρίσω τη μορφή σου δίχως όμως να έχω κάτι να στυλώσω το βλέμμα μου, που θα παραμείνει μετέωρο και μόνο. Κι όπως πάντα θα έρθει η πραγματικότητα της τωρινής κατάστασης να μουτζουρώσει κι έπειτα να τσαλακώσει με κακία τα χαρτιά μου. Και θα μπερδευτώ, θα χαθώ, θα σφίξω τα δάχτυλά μου, θα παραιτηθώ και θα σε αφήσω να ξεφύγεις από την άκρη του ματιού μου και να γλιστρήσεις στο μάγουλό μου. Μα δε θα σε αφήσω να πέσεις. Ποτέ δε σε αφήνω να πέσεις. Με την άκρη της γλώσσας μου θα σε οδηγήσω πάνω στα χείλη μου.
Θέλω να σε βρω κι αυτό το βράδυ. Έστω κι έτσι… Δε θα είσαι πια μονάχα η σκέψη, Θα είσαι το αληθινό, πραγματικό υγρό, πέπλο που θα έχω απλώσει πάνω στο πρόσωπό μου. Θα ‘σαι κοντά…
σαλόνι, 11 Αυγούστου 2007
Ούτε καν είχε περάσει από το μυαλό μου Τότε ότι μετά από τρία χρόνια και δέκα ημέρες θα βρισκόμουν στην Αθήνα αγκαλιάζοντας το πάτωμα του σπιτιού που Θα νοίκιαζα και κοιτώντας το κινητό θα προσπαθούσα να πάρω μια απόφαση – σύμφωνα με τη λογική εύκολη κι ασήμαντη, σύμφωνα με οτιδήποτε άλλο όμως τρομερά δύσκολη και σημαντική. Μια απόφαση σχετικά με σένα και το άκουσμα της φωνής σου. Σχετικά με σένα που με άφησες μόνη μπροστά στη δημοτική βιβλιοθήκη. Σχετικά με σένα που τρόμαξα να σε αναγνωρίσω όταν γύρισες από το νησί. Σχετικά με σένα που λίγο πριν το άγγιγμά σου μου έφερνε ρίγη και ξαφνικά μετά από έξι λέξεις σου στη σκέψη του και μόνο ένοιωθα ένα φρικαλέο πόνο. Τότε όχι, ούτε καν είχε περάσει από το μυαλό μου… Μα νά, είμαι εδώ, Αύγουστο, να σ’ αγαπώ όχι τόσο όσο παλιά, μονάχα πιο συνειδητά. Και να διστάζω. Μάλλον από φόβο. Όχι δεν ντρέπομαι που το λέω. Φοβάμαι μη μ’ αφήσεις πάλι μόνη, όπως έκανες τότε. Τώρα το μέσα μου σ’ έχει συγχωρέσει για το τότε, δεν ξέρω όμως αν μπορεί να το ξανακάνει αν υπάρξει κάποιο καινούριο τώρα. Ίσως γι’ αυτό προτιμώ να διστάζω. Γιατί κατάφερα επιτέλους να θυμηθώ πως είναι να σ’ αγαπώ χωρίς θυμό και αρνούμαι να αφήσω τον οποιονδήποτε να με κάνει πάλι να το ξεχάσω. Ακόμη κι αν αυτός ο οποιοσδήποτε είσαι εσύ από την άλλη άκρη της γραμμής.

20.7.07

Sogno

Το μαύρο πρόσωπο που κοιτάζει προς τον ουρανό ασάλευτο δέχεται να ανοίξουν τις τρεις πόρτες του
για να μπουν εντός του
πατεράδες με μουστάκια, ξανθά αδέλφια και μαμάδες με μεγάλα σκούρα μάτια
κι αρχίζει ένα τεράστιο ταξίδι προς το φως
περνώντας μέσα από τούνελ και ακολουθώντας δρόμους όχι πάντα ομαλούς.
Τα χέρια των επιβατών μερικές φορές μπήγουν τα δάχτυλα
στα μάτια του.
Κάποιων τα δάχτυλα έχουν νύχια που πονούν
γιατί μπαίνουν βαθιά.
Κάποιων άλλων τα δάχτυλα σμίγουν μετά την επίθεση
και μετατρέπονται σε χούφτες που μαζεύουν
ό,τι έχει απομείνει.
Άλλων τέλος γίνονται χάδι που
απαλύνει
και
ηρεμεί
γεμίζοντας το πολύχρωμο τοπίο με ησυχία...
Με ησυχία...
.
Ησυχία...
.
...

17.7.07

Rispondendo alla provocazione II

«sometimes a cigar... is just a cigar»

Sigmund Freud
κοίτα! είναι αυτό που βλέπεις...
άκου! είναι αυτό που ακούς...
πόσο πιο απλά μπορεί να σου δοθεί κάτι...
.
(υ.γ. αυτή η φράση έχει πάρει την πιο ουσιαστική της μορφή απλά και μόνο επειδή είναι ειπωμένη από ένα άνθρωπο που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην προσπάθεια να καταλάβει τι βρίσκεται πίσω από αυτό που βλέπει, τι υπάρχει πίσω από αυτό που ακούει. μήπως τελικά το μόνο που θέλει να μας πει είναι να μάθουμε να εντοπίζουμε το σωστό κάθε φορά σημείο εστίασης της προσοχής ώστε να πάψουμε να καταστρέφουμε ασυνείδητα τις στιγμές μας ψάχνοντας για φαντάσματα εκεί που - όντως - δεν υπάρχουν;)




«στην αγάπη δε νιώθω ότι οφείλω, στον έρωτα νιώθω πως χρωστώ»

y.k.m.t.

δεν ξέρω αν είναι φρόνιμο να μιλά κανείς γι'αγάπη κι έρωτα με λέξεις που ξεχειλίζουν αντικειμενικότητα... είναι ή δεν είναι..υπάρχει ή δεν υπάρχει.. και δε χωρούν «πώς» και «γιατί» ή «οφείλω» και «χρωστάω».. σε κανέναν. ούτε καν στον ίδιο τον έρωτα και στην αγάπη αυτοπροσώπως!
[ή μήπως είμαι μικρή ακόμα και λέω ό,τι θέλω..;]


Οι φράσεις που παραθέτω...

«Ρώτησα ένα πεντάχρονο παιδί ''τι είναι θάνατος;'' κι εκείνο μου απάντησε μ' ένα χαμόγελο.»

Γ. Σεφέρης
.
.
«ποτέ μη ρωτάς να σου πούνε γιατί σ' αγαπάνε...»
gvg_ps
.
.
- όπως και σε παλαιότερη συμμετοχή μου σε παρόμοιο μπλογκοπαίχνιδο - στους πέντε ανέμους...

15.7.07

τον άκουσα πριν από λίγο
ενώ καθόμουν στο μπαλκόνι
και
άκουγα μουσική
.
...
χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά,
αν με πίστευες λιγάκι,
θα 'σαν όλα αληθινά
...
.
πάτησα pause

.
.
εκείνη : . . . . . . . . . (άγνωστο το τι είπε)
εκείνος : δεν ξέρω . . .
εκείνη : . . . . . . . . . (άγνωστο το τι είπε)
εκείνος : δεν ξέρω . . .
εκείνη : . . . . . . . . . (άγνωστο το τι είπε)
εκείνος : το μόνο που ξέρω είναι ότι σ'αγαπάω σαν τρελός . . .
.
.
play
.
...
δίχως τη δική σου αγάπη
γρήγορα περνάει ο καιρός,
δίχως τη δική σου αγάπη
είν' ο κόσμος πιο μικρός
...

27.6.07

Γιατί το κάνεις αυτό...;

Είσαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.
Πάντα ήσουν…

Γιατί νοιάζεσαι μια φορά το εξάμηνο;
Τι δουλειά έχεις να ασχολείσαι;
Κόφτο πια!
Γιατί συνεχίζεις;
Αφού ποτέ δεν παίρνεις απάντηση.

Άσε με…
Επιτέλους άσε με!
Γιατί δεν έχει νόημα…

Ποτέ δεν είχε...
Δε θα με δεις ποτέ ξανά.
Ούτε κι εγώ εσένα.

Γιατί είσαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.
Πάντα ήσουν...
Με νοιάζεις αλλά δε θα στο δείξω ποτέ πια…
Γιατί θα το ποδοπατήσεις ασυναίσθητα.
Ξανά…

16.6.07

Απ' τες εννιά


.
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
.
.
.
.

Κ.Π.Καβάφης [1918]

7.6.07

Una decisione sbagliata

Μια ΛΑΘΟΣ απόφαση.
Με ποιο δικαίωμα αποφάσισα εγώ για τους άλλους; Νόμιζα ότι έκανα το σωστό. Δε με ένοιαζε που πονούσα. Γιατί έκανα το σωστό. Ή μήπως φοβόμουν;


Το μέσα μου βράζει από θυμό. Χρόνια τώρα… Δεν μπορώ να τον βγάλω έξω, να τον διώξω από πάνω μου. Έμαθα να τον καταπίνω σιωπηλά. Και τώρα βλέπω πως όλα ήταν ένα λάθος. Και θυμώνω μ’ εμένα που υπήρξα τόσο μικρή!

Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μόνο που η δική μου σειρά πέρασε. Δεν αποφασίζω εγώ αυτή τη φορά. Κάποιος άλλος πρέπει να αποφασίσει για μένα. Και τον παρακαλώ, με τρεμάμενα χείλη, να πάρει εκείνος τη σωστή απόφαση.

1.6.07

Για την Αμαλία

"Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδια, όχι ο κανόνας..."



Υ.Γ. το μόνο που μπορώ να κάνω... γιατί τα λόγια δεν έχουν πια νόημα. οι πράξεις έχουν σημασία από 'δω και πέρα.

18.5.07

Arcangelo III

Αυτή τη φορά ανεβήκαμε στα ύψη στηριζόμενες σε λευκά χερούλια και χρυσά ροφήματα. Με τα μάτια χορέψαμε γύρω από τη φωτιά σου που σπαρταρούσε δυνατά. Όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο πολύ καίει. Όχι εμένα, ούτε τους άλλους, αλλά εσένα. Όταν ηρεμήσει το συναίσθημα θα είναι λυτρωτικό. Και το μέσα σου θα καταλαγιάσει και θα ξέρει πια προς τα πού να στραφεί. Η πυξίδα του κόκκινου ποδηλάτου σου θα σταματήσει το μουρμουρητό και το μόνο που θα ακούγεται πια στον κόσμο σου θα είναι το δικό σου τραγούδι που δε θα’ χει τέλος!
Ήταν από τις ελάχιστες φορές που δεν άκουγα γύρω μου. Με συνεπήρες εσύ και η φωτιά σου, που η λάμψη της δε με άφηνε να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από πάνω της. Κι ας με μούδιαζε. Και να που τώρα προσπαθώ να θυμηθώ τι με έκανες να νοιώσω και το μόνο που έρχεται στο νου μου είναι ένα καρδιοχτύπι. Δικό σου; Δικό μου; Δεν ξέρω…

16.4.07



«Το καλοκαίρι αυτό μαζί σου αλλιώς το είχα φανταστεί. Γεμάτο ζωή, γεμάτο καινούρια πράγματα, γεμάτο από κάθε άποψη! Τώρα βέβαια που το ξανασκέφτομαι αυτό το καλοκαίρι ήταν γεμάτο από ζωή και για την ακρίβεια γεμάτο από μαθήματα ζωής. Μπορεί στα περισσότερα από αυτά να απέτυχα παταγωδώς, όμως δε μετανιώνω για τίποτα απ’ ό,τι έκανα, είτε ήταν καλό είτε ήταν κακό. Πέρασα από πανελλήνιες, από φωνές, καβγάδες με φίλους, ανούσιες απόπειρες να ενταχθώ σε μία παρέα, βασανιστικά ερωτηματικά και τελικά κατάφερα, μήνα Αύγουστο, στο τέλος του καλοκαιριού της αποφοίτησής μου από το σχολείο, να βάλω τα πράγματα σε μία τάξη. Επιτέλους επικρατεί και πάλι ισορροπία στη ζωή μου. Δε μου αρέσουν τα σκαμπανεβάσματα. Η ποικιλία, ναι! Όχι όμως η αβεβαιότητα, η έλλειψη προγράμματος και το συνεχές ψάξιμο ώστε να μπορέσω να καταλάβω τι μου γίνεται και τι είναι αυτό που πραγματικά θέλω. Δεν μετανιώνω για τίποτα απ’ ό,τι έχω κάνει, όμως αυτό δε σημαίνει πως είμαι και περήφανη γι’ αυτό το καλοκαίρι. Δεν πρόκειται να το ξεχάσω. Ποτέ! Ο βασικότερος όμως λόγος για τον οποίο θα το θυμάμαι είσαι εσύ που με ανέβασες στα σύννεφα, έστω και για τόσο λίγο...»




Δευτέρα 30 Αυγούστου 2004
......................
.......................

..........
Υ.Γ. Ούτε που ξέρω πώς και το ξέθαψα αυτό το κομματάκι... Πόσο παιδιάστικα αθώα αντηχούν τώρα πια αυτά τα λόγια στα αφτιά μου!

14.4.07

Pensieri durante il viaggio II

Επιτηδευμένη μελαγχολία, μολύβι και χαρτιά με άτσαλα γράμματα.
Ορνιθοσκαλίσματα.
Φταίει το τρένο που κουνάει πολύ.
Δεν υπάρχει τίποτα το σταθερό εδώ μέσα.

- Τι σκέφτεσαι;
- Ένα κόκκινο ποδήλατο με μια πυξίδα δεμένη στην πίσω ρόδα του να σέρνεται μουρμουρίζοντας εκνευριστικά κάθε φορά που σκουντουφλάει πάνω σε πέτρες και λογής λογής άχρηστα πράγματα που βρίσκει στο πέρασμά της.
- Τώρα;
- Ένα φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ και μακριά ουρά, στο χρώμα του σούρουπου, να μην αγγίζει ανθρώπινη σάρκα. Το αόρατο χέρι του ανέμου το σέρνει στα σοκάκια και το παρατάει σε μια γωνιά τσαλακωμένο και βρώμικο. Και το βρίσκει μια μικρή ξανθούλα που το φοράει χωρίς δεύτερη σκέψη. Κοίταξέ τη! Μοιάζει με ανατέλλον σούρουπο!
- ...
- Άβαφα χείλια σιγοψιθυρίζουν όμορφες μελωδίες και ψάχνουν άλλα χείλη για να τους εκμυστηρευτούν τ' Ανείπωτα. Και δυο μάτια για να τα φιλήσουν και να μπορέσουν να δουν όσα εκείνα βλέπουν κάθε φορά που κλείνουν ευλαβικά στο άγγιγμα των χειλιών.

Pensieri durante il viaggio I

Έχεις δει ποτέ σου τέτοια σύννεφα;
Σα μακριά μαλλιά που τα φυσά ο άνεμος.
Με φόντο πεδιάδες και ράγες.
Και τούνελ να σε καταπίνουν, να σε βυθίζουν στο σκοτάδι
κι έπειτα να σε φτύνουν άτσαλα στο φως.
Ξανά και ξανά.

...
Έχεις δει ποτέ σου τόσες πράσινες αποχρώσεις;
Και καφετιές κορδέλες κι αμυγδαλιές πιτσίλες.
Και συ σα φίδι ή σα σκουλήκι, ή μάλλον σα φίδι,
να γλιστράς ανάμεσά τους
χωρίς να ακουμπάς τίποτα και πουθενά.
....
Έχεις αφουγκραστεί ποτέ σου μια τόσο μελωδική ησυχία;
Κάτι σα χτύπος χωματένιας καρδιάς και αναστεναγμός κόκκινων πετάλων.
Σαν τότε που με άφηνες να ακουμπώ το αναψοκοκκινισμένο μάγουλό μου στο στήθος σου...
Κι άκουγα προσεκτικά
έναν - έναν
κάθε χτύπο της καρδιάς σου.
Και τα μακριά μαλλιά μου λικνίζονταν υπάκουα στο ρυθμό κάθε αναπνοής σου...

10.4.07





Δάκρυσα για σένα
Αναπάντεχα
μέσα σε μια βάρκα
Μεσοπέλαγα




............


Μέθυσα με θαλασσινές σταγόνες.
Δεν ήξερα κατά πού να κοιτάξω για να σε δω κι έτσι έκλεισα τα μάτια μου.
Σε έψαξα και σε βρήκα στο τελευταίο μου φιλί.
Κι η βάρκα συνέχισε να πλέει στα ήρεμα νερά αδιαφορώντας για την τρικυμία του μυαλού.
...............
.............

29.3.07

Con la mano sul viso

Ultimamente sospiro ogni volta che ti leggo. Percio' non voglio commentare.
Non posso.
Non so che cosa dovrei dire. Quello che mi sento oppure quello che suppongo che tu senta?
Forse mi sento quello che suppongo che tu senta.
Chi sa...
Confondo «io» e «tu».
Non so piu' per chi sospiro. Ma continuo a farlo...
Forse non importa.
.
Sono vicino, va' bene? Anche se non ti ho mai incontrato di persona. Ho conosciuto solamente quella parte di te che mi hai lasciato conoscere tu. La figura che ho di te e' un complesso delle fotografie che mi hai permesso di ammirare.
.
E questa lingua... Dalla prima volta che sono venuta da te ho pensato che e' la nostra lingua.
Se noi due potessimo mai avere qualcosa solamente nostro, questo sarebbe questa lingua.
Questa lingua che e' qualcosa di sconosciuto ma cosi' tanto familiare.
Come te.
Questa lingua che mi lascia tenere la sua mano quando voglio sentrmi meglio senza che lei lo sappia.
Come fai tu.
Questa lingua che ha una melodia di dolce dolor.
Come te.
Come me.

27.3.07

Don't try for money... Best things in life are free...

Μην επιδιώκετε το χρήμα... Τα καλύτερα πράγματα στη ζωή προσφέρονται δωρεάν... Κι εκεί κρύβεται το μεγαλείο! Δε χρειάζεσαι λεφτά για να τα αποκτήσεις. Αυτό που χρειάζεσαι είναι αλήθεια κι αυτή σχεδόν πάντα - σχεδόν, λέω, γιατί υπάρχει και η φτηνή αλήθεια - είναι πολύ πιο ακριβή κι από ένα ασύλληπτο χρηματικό ποσό.

Πώς μπορεί η μη-ύλη να ξεπερνά σε αξία την ύλη; Μήπως επειδή κρύβει μαγεία ; Κι αυτή η μαγεία, ως κάτι άπιαστο, καταλήγει πολύτιμο; Δε μπορείς να τη δεις, δε μπορείς να την αγγίζεις, μπορείς όμως να την επιδιώξεις και να την νοιώσες.
.

Δεν τη βλέπω, μα ξέρω πώς υπάρχει.
Την επιθυμώ, αλλά είναι κάτι στιγμές που δεν ξέρω κατά πού να τη γυρέψω.
Εκεί που νομίζω ότι την έχω, ξαφνικά τη χάνω.
Δεν είμαι σίγουρη ότι με μια μου πράξη μπορεί να την αποκτήσω, αλλά αν υπάρχει έστω και η παραμικρή πιθανότητα με αυτή την πράξη να έρθω πιο κοντά της, δε θα διστάσω.
Μερικές φορές τη βλέπω μέσα στα μάτια σου, αλλά είμαι εγωίστρια, δε μου αρέσει η μορφή της, δεν τη θέλω έτσι!
Άλλοτε πάλι είναι τόσο δυνατή που καταντά επώδυνη για τα όριά μου.

.
Μου αρέσουν οι άνθρωποι. Είναι όντως πλάσματα υπέροχα μοναδικά. Τους αγαπώ γιατί από την πρώτη κιόλας ανάσα τους και σε κάθε επόμενη εμφυσούν στον κόσμο δόσεις εν δυνάμει μαγείας. Φτάνει μονάχα να ξέρουν να τις εκμεταλλευτούν σωστά για να την αναδείξουν. Μπορούν, αν το θελήσουν, να χρησιμοποιήσουν ένα αμάλγαμα γης και ψυχής και να φτιάξουν ουρανό. Κι αν ακόμα κι αυτό δεν τους φτάνει – γιατί είναι άνθρωποι, δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη φύση τους, έχουν αδυναμίες, είναι πλεονέκτες και δεν αντέχουν για πολύ τη μοναξιά – μπορούν στον ουρανό τους να καλέσουν κι άλλους ανθρώπους και να επιδιώξουν μαζί το αιώνιο. Δεν πετυχαίνει πάντα, αλλά αξίζει την προσπάθεια.
Τι ανόητοι που είμαστε ώρες ώρες… Ψάχνουμε τριγύρω για μαγεία ενώ στην ουσία την κουβαλάμε εντός μας.
.

Ναι, τα καλύτερα πράγματα στη ζωή προσφέρονται δωρεάν. Δεν αγοράζονται, δεν πουλιούνται αυτά τα ίδια. Μονάχα τα υποκατάστατά τους. Όλη μας τη ζωή προσπαθούμε να αποκτήσουμε ένα κομμάτι από τη θεία φύση τους αλλά χρησιμοποιούμε μέσα γήινα, ανθρώπινα χωρίς να φροντίσουμε πρώτα να τα αγκαλιάσουμε με ψυχή, για να τους δώσουμε διάσταση θεϊκή…

23.3.07

Il pendolo di Foucault


Η δεισιδαιμονία φέρνει γρουσουζιά.
.
.

Η εμπειρία του Υπερφυσικού δε μπορεί να διαρκέσει πολύ δίχως να διαταράξει το νου.
.
.

Το μυστικό των πυραμίδων δεν αποκαλύπτεται αν τις υπολογίσεις σε μέτρα, αλλά μόνο σε αρχαίους κυβίτες.
.
.

Η τραγωδία του αυτόχειρα είναι ότι, μόλις κάνει το σάλτο από το παράθυρο, ανάμεσα στο έβδομο και στο έκτο πάτωμα, το ξανασκέφτεται : «Αχ, να μπορούσα να γυρίσω πίσω!».
.
.

Γεννιόμαστε πάντοτε σε λάθος ζώδιο, και το να παραμείνεις αξιοπρεπώς στον κόσμο σημαίνει ότι διορθώνεις μέρα με τη μέρα το ωροσκόπιό σου.
.
.

Πώς μπορεί η ζωή να είναι τόσο γενναιόδωρη και να προσφέρει μια τόσο μεγαλειώδη ανταμοιβή στη μετριότητα;
.
.

«Ανήκω σε μια χαμένη γενιά και βρίσκω τον εαυτό μου μόνο όταν παρίσταμαι ομαδικά στη μοναξιά των ομοίων μου.»
.
.
Crede firmiter et pecca fortiter
( Πίστευε σταθερά και αμάρτανε γενναία)
.
.

Μπορεί κανείς να βασανίζεται από τύψεις για όλη του τη ζωή, όχι επειδή διάλεξε το λάθος, γι' αυτό μπορεί τουλάχιστον να μετανιώσει, αλλά επειδή του είναι αδύνατον να αποδείξει στον εαυτό του ότι δε θα διάλεγε το λάθος.
.
.

Μπορεί κανείς να είναι δειλός επειδή το θάρρος των άλλων του φαίνεται δυσανάλογο με την κενότητα των περιστάσεων; Τότε η γνώση σε κάνει δειλό.
.
.

Είναι δυνατόν η πραγματικότητα να μην ξεπερνά απλώς τη φαντασία, αλλά να προηγείται, ή μάλλον να τρέχει προκαταβολικά για να διορθώσει τις ζημιές που θα δημιουργήσει η φαντασία;
.
.

Χωρίς την αίσθηση της αναμονης δεν υπάρχει παράδεισος.
.
.
Τα οράματα είναι λευκά, γαλάζια, αχνορόδινα. Τέλος, είναι ανάμεικτα και όλα φωτεινά, στο χρώμα της φλόγας ενός λευκού κεριού, θα δείτε σπίθες, θα νιώσετε το δέρμα σας να ανατριχιάζει σ' όλο σας το κορμί, όλα αυτά προαγγέλουν την αρχή της έκστασης όπου το πράγμα παρασύρει αυτόν που επιτελεί το έργο.
.
.

«...Λία. Τώρα δεν ελπίζω πια να την ξαναδώ, αλλά θα μπορούσα να μην την είχα συναντήσει και θα 'ταν χειρότερα. Θα 'θελα να ήταν εδώ, να μου κρατάει το χέρι, ενώ ανασυνθέτω τους σταθμούς της καταστροφής μου.»
.
.

Ν' αγαπάς ή να νομίζεις ότι αγαπάς σαν αιώνιος ιερέας μιας αρχαίας εκδίκησης.
.
.

Μισώ αυτούς που προσπαθούν να μου πουλήσουν την ψευδαίσθηση του πάθους.
.
.

Πόσο ξεκάθαρα γίνονται όλα όταν κοιτάζεις από το σκοτάδι μιας απομόνωσης!
.
.

14.3.07

Νίκο

Δεν είναι κι εύκολο... Πώς να ξέρω τι κρύβεται πίσω από την κάθε ανάσα σου; Με κοιτάς στα μάτια μα δε μπορώ να φανταστώ τι βλέπεις στα δικά μου. Αυτό που θέλω ή αυτό που μπορείς; Μπορείς να δεις αυτό που θέλω; Σου μιλάω μα είναι τόσο δύσκολο να καταλάβω αν καταλαβαίνεις. Πάντως συνεχίζω να σου μιλάω. Φωνάζω. Φωνάζεις κι εσύ. Μέσα στη δυστυχισμένη - ; - επανάληψή σου. Σου μιλάω ψιθυριστά. Οι φωνές δε βγάζουν πουθενά. Μα εσύ συνεχίζεις να φωνάζεις χτυπώντας τις γροθιές σου στο κρεβάτι και τα μικρούτσικα μάτια σου μου φαίνονται τώρα ακόμη πιο μικρά. Σου μιλάω ψιθυριστά. Οι φωνές δε βγάζουν πουθενά. Και επιμένω πεισματικά να προσπαθώ να σου εξηγήσω. Και τώρα πια σταματάς να φωνάζεις. Τα μάτια σου καρφώνονται στα δικά μου. Καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Μα ναι, με καταλαβαίνεις. Βάζεις τη φόρμα σου και πας να κάνεις το τσιγάρο σου. Μέχρι την επόμενη φορά...

11.3.07

σ' αγάπησα
ή
σ' αγαπάω;

8.3.07

Arcangelo II

επιστροφή στο κόκκινο. δύο.
τριγύρω γλυκές ματιές, απαλά φιλιά, αγκαλιασμένα χέρια. μακρινά.

Γιατί μόνο εδώ γίνονται τέτοιες συζητήσεις;
Επειδή εδώ υπάρχουν αναμνήσεις. Είναι γνώριμα.

κι έτσι απλά, αναμενόμενα ξαφνικά, δίχως μουσκεμένη καρδιά πια, λέγονται λόγια που παλιά πονούσαν, ακούγονται ονόματα που άλλοτε λέγονταν μόνο ψιθυριστά. επιτέλους.

Δε θέλω να ξεχνάω. Τον φέρνω στο νου μου μα δεν αισθάνομαι τίποτα. κενό.
δεν είναι κενό. λέγεται νοσταλγία.

τραγουδάμε στίχους με βλέμμα που διαπερνά το τζάμι και βολτάρει έξω στην πλατεία. ονειροπόλα.

Θα το κάνουμε το βήμα; Όχι.

στα ίδια μέρη
θέλεις ένα;
πώς με καταλαβαίνεις!
δε σε δίνω
χασκόγελα υποτιθέμενης αιδούς
με ψαρώνεις
σκέψεις χθεσινοβραδινές

μπορεί και να το κάνεις τελικά... εσύ.

δε θα χρειαστεί να μου το πεις με λόγια.
θα μου το πει το καθαρό βλέμμα σου.

Πάμε εκεί να πληρώσουμε.
14.
Καλό βράδυ.
Καληνύχτα, Νανούκα.

2.3.07

Che cosa senti?

- Τι ακούς;
- Ένα πιάνο.

Σε βλέπω μπροστά μου. Ναι, τα μάτια μου είναι κλειστά. Τα πόδια μου πάνω στο γραφείο.

Ανοιγοκλείνεις άτσαλα τα βλέφαρά σου. Ξάφνου με κοιτάς κατάματα. Περπατάς αθόρυβα με τα χέρια ορθάνοιχτα. Η έκφρασή σου θυμίζει άνοιξη.

- Τι ακούς;
- Ένα πιάνο.

Παύω να σκέφτομαι το οτιδήποτε. Και μένω να σε κοιτάζω. Εκστατικά. Περνώ απαλά τη γλώσσα μου πάνω από τα χείλη μου.

Κοντοστέκεσαι. Κάθεσαι στο πάτωμα. Σταυροπόδι, σαν παιδί. Χαμογελάς. Και με χαμηλωμένο το κεφάλι με κοιτάς.

- Τι ακούς;
- Ένα πιάνο.

Έχω ξαπλώσει στο πάτωμα. Ναι, τα μάτια μου είναι ακόμη κλειστά. Το πορτοκαλί φως της θερμάστρας χορεύει ρυθμικά πάνω στο σώμα μου.

Ξαπλώνεις. Στηρίζεις με το αριστερό χέρι το κεφάλι σου. Με το δεξί κάνεις σκιές πάνω μου. Τα δάχτυλά σου λικνίζονται γεμάτα υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούν.

- Τι ακούς;
- Σσσσσσσσσς.
- Σε ρώτησα τι ακούς!
- Τη σιωπή.

27.2.07

οι άνθρωποι αλλάζουν...

21.2.07

Rispondendo alla provocazione I

Ξύπνησα απότομα… Στο χέρι μου κρατούσα σφιχτά μια μαύρη κορδέλα. Δεν απόρησα. Είχε έρθει η ώρα. Έβγαλα τα ρούχα μου, έλυσα τα μαλλιά μου και άνοιξα το κεντημένο κουτί με τις αναμνήσεις. Τετράδια, σημειώματα ανάμεσα στα φύλλα του παιδικού και παιδιάστικου ημερολογίου, εισιτήρια, καρτ – ποστάλ, χαρτιά χιλιογραμμένα, ένα πουγκάκι με δύο πετρούλες από το αιώνιο πλέον σπίτι της γιαγιάς και του παππού, που είχα ξεχάσει πως τις είχα πάρει κρυφά εκείνο το καλοκαίρι από την Περίβλεπτο, κι ένα δόντι μου που ούτε ξέρω γιατί το κράτησα, κέρματα, φωτογραφίες, αρώματα από τη συλλογή με τα επιστολόχαρτα. Αυτός είναι ο τρόπος μου…



1. Γεννήθηκα στα Γιάννενα, των Τριών Ιεραρχών. Ο πρώτος άνθρωπος που ανέλαβε να με υπερασπιστεί από την πρώτη κιόλας μέρα της γέννησής μου ήταν ο παππούς μου, που δεν ήξερε να μου λέει «όχι» κι ούτε έμαθε ποτέ του. Έδιωξε με τις κλωτσιές από το μαιευτήριο τη γριά ξαδέλφη του που πήγε να τον παρηγορήσει επειδή το πρώτο του εγγόνι ήταν κορίτσι. Από κει κι έπειτα έμαθα να υπερασπίζομαι μόνη μου τον εαυτό μου. Σπάνια βέβαια το έκανα σωστά... Κι έπειτα έμαθα να ζω στα Τρίκαλα, με τα 3 Καλά. Μόνο που εγώ πάντα έψαχνα για το τέταρτο… Και ψάχνοντάς το βρέθηκα στην Αθήνα, σ’ ένα δυάρι στο Παγκράτι, που το έντυσα με έπιπλα ΙΚΕΑ και το στόλισα με πράγματα από το παλιό μου δωμάτιο, γιατί δεν ήθελα και δε μπορούσα να τα αφήσω ΌΛΑ πίσω…

2. Από τότε κι έπειτα μετράω τη ζωή μου με «έτη φοίτησης». Τώρα είμαι τριών... Πέρασα το πρώτο έτος με γουρλωμένα μάτια, προσπαθώντας να γράψω στις πρώτες εξεταστικές, κάνοντας ατέλειωτες βόλτες στη Διονύσου Αρεοπαγίτου, πίνοντας στο θόλο το κρύο ρόφημα με τις 1.734 θερμίδες ανά γουλιά και τριγυρνώντας στα νησιά. Το δεύτερο έτος με έβαλε για τα καλά στο παιχνίδι. Ήταν η εποχή που «ξεκλείδωνα τα χείλη μου, να πίνω, να καπνίζω, να φιλώ και να ρωτάω…»(Μ.Π.). Τρίτο έτος και η ζωή μου γεμίζει γέλια, μουσικές σκηνές και αποφάσεις που επιτέλους τηρούνται. Κι ακόμα δεν τελείωσε η προθεσμία…

3. Το τυχερό μου γράμμα είναι το Ε, που έχει αποδείξει εις διπλούν ότι ένας τέτοιος τίτλος του αξίζει! Γιατί όσο κι αν έπαιξα με άλλα γράμματα, όσο κι αν προσπάθησα να τα βάλω στη σειρά και να βγάλω νόημα, τίποτα δεν κατάφερα. Κι όμως τώρα πια μπορώ να διακρίνω μια λέξη… Να… αχνοφαίνεται… Τι γράφει…; Ευ.Γ.Ε.; Χμ…


4. Μου αρέσουν τα βλέμματα που λένε πολλά, τα παραμύθια, οι αγκαλιές, ο ζεστός καφές, τα πολύτιμα δάκρυα, οι αναμνήσεις, τα κεριά, οι καλημέρες. Σιχαίνομαι τα ψέματα, τη χυδαιότητα, την απόγνωση, το σκοτάδι, τα ερωτηματικά. Φοβάμαι τη μοναξιά.


5. Με λένε Γαλήνη.

Υ.Γ.1 Τη μία και μοναδική μου μαύρη κορδέλα την αφήνω στο μπαλκόνι να την πάρουν οι πέντε ανέμοι... (πέντε, για να μη χαλάμε και τον κανόνα!).

Υ.Γ.2 ykmt, grazie...!

11.2.07

Motivi Stupidi

Βλέπουμε να συμβαίνουν πράγματα που στην πραγματικότητα δε συμβαίνουν.
Κι όμως τα βλέπουμε μπροστά μας. Είναι σκηνές που έχουμε ζήσει. Παλιά...
Δεν πρέπει να κλείσουμε τα μάτια, γιατί τότε γίνονται όνειρο.
Στ’ αλήθεια…
Ξέρουμε πως δεν υπάρχει αυτό που θέλουμε να νομίζουμε ότι βλέπουμε κι όμως το βλέπουμε.
Τα βλέπω όλα. Ξανά. Αρκεί να μου δοθεί μια αφορμή.

Βλέπουμε πρόσωπα χωρίς πρόσωπο - γιατί το έχουμε ξεχάσει πια κι αυτό.
Δεν είναι στ’ αλήθεια εκεί. Αλλά να που στέκονται μπροστά μας με μάτια ορθάνοιχτα χωρίς βλέμμα.
Ξέρουμε ποιός είναι! Και τον αναγνωρίζουμε αυθόρμητα.
Δε μπορούμε να τον περιγράψουμε. Δε θυμόμαστε το χρώμα των ματιών, του δέρματος, το ανάστημα, τη μυρωδιά, την αίσθηση της παρουσίας του…
Κι όμως είναι εκεί.
Τους βλέπω όλους. Ξανά. Αρκεί να βρω μια αφορμή.

Δεν είναι τρέλα. Είναι θέμα κατεργαριάς...
Παλιά τραγούδια, δακρύβρεχτες ταινίες,
κεντρικοί δρόμοι, ηλίθιες ημερομηνίες,
θύμισες γραμμένες σε κιτρινισμένα πια φυλλοκάρδια...

29.1.07

Όναρ

Τώρα κανείς δε βλέπει, κανείς δεν ακούει και κανείς δε θα προσβληθεί. Μόνο εκείνη είναι μέσα στο δωμάτιο... Εκείνη κι ο Δημήτρης Χορν, που τραγουδάει
«Ποιος το ξέρει, τι μας έγραψε η μοίρα, ποιός το ξέρει...
Κι αν μας βρει μαζί και τ’ άλλο καλοκαίρι, ποιός το ξέρει…
Ποιός το ξέρει, αν θα ζήσει ο έρωτάς μας, ποιός το ξέρει...
κι αν το χέρι σου χαϊδέψει άλλο χέρι, ποιός το ξέρει…»
Και τώρα το δάκρυ μπορεί να κυλήσει χωρίς ίχνος ντροπής! Όχι μόνο ένα αλλά ολόκληρος βουβός χείμαρρος. Και η ματιά θολώνει… Κι όλα αυτά γιατί; Για ένα ανόητο βραδινό όνειρο που ξύπνησε τις θύμησες και που ξαναέφερε στην επιφάνεια συναισθήματα κηδευμένα από καιρό… Μα ήταν τόσο αληθοφανή και τόσο εφησυχαστικά γνώριμα εκεί, που αφέθηκε και
ξέχασε να θυμηθεί πως πρέπει να ξεχάσει.
Το σκηνικό άγνωστο μα το ρίγος στην καρδιά το ίδιο. Της είπε ότι θέλει να της μιλήσει… Είχε περάσει καιρός από τότε που τον είδε τελευταία φορά. Και τον συνάντησε ξανά τυχαία στην αυλή ενός σχολείου που έμοιαζε έτοιμο να καταρρεύσει… Εκείνη φορούσε ένα τεράστιο πανωφόρι και έχει και μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα ταχυδρόμου περασμένη στον ώμο της. Ανέβηκαν μία σκάλα πράσινη και απότομα στριφογυριστή. Εκείνος ανέβηκε πρώτος κι εκείνη πήγε να τον βρει μετά από λίγο. Στο τέλος της σκάλας υπήρχε ένα πολύ μεγάλο φωτεινό δωμάτιο. Ήταν κι άλλοι εκεί. Πολύς ο κόσμος. Καθόντουσαν όλοι στο πάτωμα πάνω σε κάτι τεράστια μαξιλάρια κόκκινα και μπλε.
Τον είδε που καθόταν σε μια γωνιά και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.
Έκατσε.
Μπροστά του.
Και τον ρώτησε τι ήταν αυτό που ήθελε να της πει.
Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Χαιρόταν τόσο πολύ που τον έβλεπε μετά από τόσο καιρό. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Της φαινόταν το ίδιο όμορφος με τότε. Μόνο που το βλέμμα του ήταν πιο ραγισμένο από ποτέ. Φοβόταν αυτό που θα άκουγε. Τι μπορούσε να θέλει μετά από τόσο καιρό; Εκείνος δε μιλούσε… Ούτε καν την κοιτούσε. Έπαιζε με το φερμουάρ από το μπουφάν του. Έπαψε λοιπόν κι εκείνη να ρωτάει κι άρχισε να λύνει και να δένει τα κορδόνια από τα παπούτσια της. Ξανά και ξανά και ξανά. Είχε αρχίσει να νοιώθει όμορφα μόνο και μόνο που καθόταν κοντά του και μπορούσε σηκώνοντας το βλέμμα από τα παπούτσια της να δει τη μορφή του. Δε χρειαζόταν πια να πασχίζει να μην ξεχάσει το χρώμα των μαλλιών του, τον τρόπο που στεκόταν, τη μυρωδιά του αέρα όταν εκείνος βρισκόταν κοντά της. Όχι γιατί εκείνη το ζήτησε. Εκείνος το θέλησε. Μετά από τόσο καιρό που εκείνη αναρωτιόταν αν τη σκεφτόταν καθόλου και - σε στιγμές μανιώδους αυτοκαταστροφής – αν την αγάπησε ποτέ…
Ξαφνικά, κρατώντας ακόμη το κεφάλι σκυφτό, σήκωσε το βλέμμα του και της είπε : «Θέλω να σου πω για ποιο λόγο σε άφησα τότε…».
Πώς τολμούσε να το λέει αυτό; Γιατί; Γιατί αναμόχλευε κάτι τόσο οδυνηρό; Με ποιο δικαίωμα τη γύριζε πάλι πίσω; Τι την ένοιαζε να μάθει τώρα πια;
Μα τα δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια του μαλάκωσαν λίγο το θυμωμένο τρέμουλο των χειλιών της. Δεν πίστευε ποτέ ότι ήταν ικανός αυτός να πονέσει τόσο που να κλάψει. Ή μήπως έκλαιγε από φόβο;
«Πώς τολμάς!», του είπε θυμωμένα. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του χωρίς να πάψει ούτε για μια στιγμή να την κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια. Σαν να είχε καταφέρει τόση ώρα που στεκόταν σκυφτός να περιμαζέψει όλο το θάρρος που του είχε απομείνει για να της χαρίσει αυτό το αξέχαστα πράσινο βλέμμα. Κι εκείνη ήθελε τόσο πολύ να τον αγκαλιάσει και να τον καθησυχάσει φιλώντας τα δακρυσμένα μάτια του αλλά ήταν πολύ θυμωμένη για να το κάνει. Σήκωσε το χέρι του δειλά και χάιδεψε το μάγουλό της κι έπειτα πέρασε τα δυο του δάχτυλα πάνω από τα σφιγμένα χείλη της. Πόσο τραγικά αντιφατικό… Τον αγαπούσε βαθιά αλλά είχε ξεχάσει πώς να του το δείχνει. Κι εκείνος την αγαπούσε, αλλά είχε αργήσει πολύ να βρει τον τρόπο για να της το δείξει. Πώς είχαν αντιστραφεί έτσι οι ρόλοι…
«Θέλω να σου πω για ποιο λόγο σε άφησα τότε…», της ξαναείπε.
Ένοιωσε σα να δεχόταν μια δεύτερη σουβλιά στο στήθος της. Δε θα άντεχε να τον ακούσει να το ξαναλέει. Όρμησε κατά πάνω του και άρπαξε το πρόσωπό του με τα δυο της χέρια με τέτοιο τρόπο που τα μέτωπά τους ενώθηκαν. Έμοιαζαν κι οι δυο να προσεύχονται στο θεό του εγωισμού να τους αφήσει να φιληθούν. Μα όχι, ήταν πολύ φοβισμένοι για να επιτρέψουν στην προσευχή τους να ανέβει στα ουράνια και να εισακουστεί. Εκείνη έβαλε το πρόσωπό της στο λαιμό του, έσυρε τα χείλη της στο αφτί του και ψιθύρισε με ένταση μέσα στα θυμωμένα αναφιλητά της «Πες μου, γιατί με άφησες!». Βογκούσε κι όμως συνέχισε να ρωτάει χωρίς να του αφήνει περιθώριο να απαντήσει και χωρίς να σταματάει ούτε καν για να ανασάνει. Η δική του ανάσα, βαριά και ρυθμική, έδινε ζωή και στους δύο. Τόση ένταση!
«Γιατί με άφησες; Γιατί; Γιατί με άφησες; Γιατί με άφησες; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί με άφησες; Γιατί, γιατί με άφησες;»
Κι εκείνος ήθελε να την καθησυχάσει αγκαλιάζοντάς την, μα ολόκληρο το κορμί της τρανταζόταν τόσο πολύ από την ένταση και με τα χέρια της τραβούσε μακριά τα δικά του χέρια κάθε φορά που πήγαιναν να την τυλίξουν μέσα στην αγκαλιά του. Τι ήταν αυτό; Το πρόσωπό της ήταν τόσο κοντά στο δικό του, τα μάγουλά τους αντάλλασαν βασανισμένα φιλιά κι όμως στεκόταν αδύνατο να αγκαλιαστούν και να φιληθούν στην πραγματικότητα. Μέχρι που εκείνος χρησιμοποιώντας όλη του τη δύναμη την έπιασε από τους καρπούς των χεριών της και την ακινητοποίησε εντελώς. Το κορμί της συνέχισε να τραντάζεται σπασμωδικά για λίγο ακόμη. Μέχρι που εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να… να τι; Τι προσπαθούσε να πετύχει τόση ώρα; Δεν ήξερε… Απλά αυτό που τόσο καιρό αισθανόταν όταν τον έφερνε στο νου της είχε πάρει σάρκα και οστά. Και τι αισθανόταν; Ένα απροσδιόριστο αμάλγαμα γλύκας και θυμού. Ένα αναπάντεχο άγγιγμά του από το πουθενά μέσα στην αγκαλιά του τίποτα… Το δωμάτιο έγινε σκοτεινό και ο κόσμος που βρίσκονταν τριγύρω εξαφανίστηκε με τρόπο μαγικό.
«Σε άφησα γιατί σε έβλεπα να μ’ αγαπάς τόσο απόλυτα με μια αγάπη αστείρευτη και δροσερή κι εγώ… το μόνο που μπορούσα να σου προσφέρω εγώ ήταν μια αγάπη ανθρώπινη, σαν όλες τις αγάπες του κόσμου. Κι αυτό δεν ήταν αρκετό. Είσαι πλασμένη για κάτι θεϊκό κι ανείπωτο κι εγώ δε μπορούσα να σου το προσφέρω.»
«Το ξέρω…», του απάντησε εκείνη με μάτια ήρεμα πια και στεγνά.

Δεν την περίμενε αυτή την κουβέντα από τα χείλη της. Ελευθέρωσε τα χέρια της κι αποτραβήχτηκε από κοντά της.
Κι εκείνη σηκώθηκε, έφτιαξε το πανωφόρι της κι έβαλε πάλι στον ώμο την τσάντα της. «Μα ποτέ δε σου ζήτησα να με αγαπήσεις όπως σε αγαπούσα. Το μόνο θεϊκό στην αγάπη μου ήταν ότι δε σου την πρόσφερα ζητώντας αντάλλαγμα. Και το μόνο ανθρώπινο στη δική σου αγάπη ήταν ότι πίστεψες πως θα το κάνω.», του είπε ματωμένα.
Και κατέβηκε την πράσινη κι απότομα στριφογυριστή σκάλα σιγοτραγουδώντας :
«Όνειρό μου όμορφο, όνειρο φτωχό,
θα σε πάρει κάποτε τ’ άγριο τ’ αγέρι...
Και φοβάμαι πάντοτε και ανησυχώ,
τι θα γίνει η αγάπη μας, άρα ποιός το ξέρει...»

22.1.07

Αξίζει;

Σ' ένα τοίχο, ανάμεσα σε συνθήματα για το Θρύλο και σε ξεχασμένα "σ' άγαπώ"...

Αξίζει...

17.1.07

Un Giocatore ?

Αν δε φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις...
Αν δε φαντάζεσαι φωτιές, μαζί μου να μην παίζεις...


Μ.Π.

27.12.06

Σείστρο

Είμαι εδώ μα θέλω να γυρίσω εκεί. Είμαι εκεί μα θέλω να γυρίσω εδώ.
Δύο καλοκαίρια και τρεις χειμώνες.
Και τρένα να πάνε και να έρχονται.
Πάνω κάτω... Πάνω κάτω... Ασταμάτητα...

Χαιρετάω γνωστούς, χαιρετάω φίλους, αποχαιρετάω χρόνια...
«Καλή χρονιααά! Ευτυχισμένο το 2005 ίσως και 2006, μα στάσου, όχι... φτάσαμε στο 2007!»


Κάθε χρονιά μαθαίνουμε και κάτι καινούριο. Και αυτό το κάτι αφήνει πάνω μας ανεξίτηλα σημάδια. Σαν χριστουγεννιάτικες νιφάδες που έχουν πέσει πάνω στο παλτό μας απαλά, δίχως να τις πάρουμε χαμπάρι μα και χωρίς να μπορούμε να τις διώξουμε με ένα απλό τίναγμα του ώμου μας...

Το φετινό μου δίδαγμα...;

Ιδού :

«Τα πράγματα είναι πολύ απλά...»

...και τα τακούνια μου ηχούν στα πλακάκια του διαδρόμου ρυθμικά.

Υ.Γ. Καλή χρονιααά! Ευτυχισμένο το 2007!

22.12.06

Buon Natale e Buon anno a tutti...

Είναι εύκολο να περνάς το χέρι σου γύρω από τη μέση μου…
Είναι εύκολο να χαμογελώ όταν σε βλέπω...
Μα είναι άδικο να λες μια καληνύχτα και να φεύγεις βιαστικά...
Και βάζω λίγη βότκα με λεμόνι στο ποτήρι μου...
Και συζητώ με τα τραγούδια μου...
Και κάπου εκεί...να.. νομίζω... μα ναι! Και κάπου εκεί ξανάρχεσαι...

Κι ύστερα;

- Ξύπνα... Θα χάσεις το τρένο!

Και ξαναφεύγεις βιαστικά...

Κι ύστερα;
Μα δεν υπάρχει ύστερα...

14.12.06

Ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη

  1. Ο συνδυασμός Ευρώπης και Ασίας είναι φαντασμαγορικός
  2. Ο κόσμος στους δρόμους είναι πραγματικά πολύς
  3. Οι οδηγοί πήραν το δίπλωμά τους πληρώνοντας και όχι με κανονικές εξετάσεις (9 στους 10 δεν ξέρουν να οδηγούν)
  4. Οι πεζοί δεν έχουν ακούσει ποτέ για τον κώδικας οδικής κυκλοφορίας και περνούν σφήνα τους δρόμους (εκεί που οδηγείς…τσουπ σου πετιέται από το πουθενά ένας άνθρωπος)
  5. Στις μη τουριστικές περιοχές είναι σχεδόν αδύνατον να συνεννοηθείς παρά μόνο αν ξέρεις τα στοιχειώδη «παρακαλώ», «ευχαριστώ», «νερό» κ.τ.λ. στα τούρκικα. Ελάχιστοι γνωρίζουν αγγλικά…
  6. Αν δεν πας με κάποιο γνωστό (όπως ήταν για μένα η Εύα) σου πιάνουν τον κώ…λο
  7. Οι Τούρκοι είναι άνθρωποι δουλευταράδες. Μπορούν να βρούνε τους πιο περίεργους τρόπους για να βγάλουν λεφτά (π.χ. είδα ορισμένους να στέκονται σε μία άκρη στο δρόμο με μια ζυγαριά και να τους δίνεις λίγα χρήματα για να ζυγιστείς!)
  8. Οι σερβιτόροι είναι τρομερά ευγενικοί και εξυπηρετικοί! Σου αδειάζουν το τασάκι ακόμα κι αν έχει μισή γόπα μέσα, σου προσφέρουν τσάι ακόμα κι αν δεν έχει το μαγαζί – ταβέρνα όπου κάθεσαι (πάνε σε άλλο μαγαζί και σου φέρνουν), μπορείς να τους ζητήσεις να πάνε να σου αγοράσουν τσιγάρα (και να μη σε βρίσουν), σου φέρνουν αμέσως το φαγητό ή το τσάι που έχεις παραγγείλει (ακόμα και ψωμί φέρνουν τόσο ώστε να μη χρειαστεί να ξαναζητήσεις) και γενικά με ένα νεύμα είναι δίπλα σου για να ζητήσεις ό,τι ποθεί η καρδιά σου και το στομαχάκι σου. Δεν χρειάζεται να τους παρακαλάς για να σου φέρουν λίγο νερό (όπως κάποιους άλλους, μη λέμε εθνικότητες τώρα…)
  9. Τα σπίτια και τα κτίρια γενικότερα είναι πολύ όμορφα και σχετικά καλοδιατηρημένα. Τα περισσότερα βέβαια είναι παλιά ελληνικά σπίτια…
  10. Υπάρχουν πάρα πολλές γάτες στους δρόμους. Νομίζω μάλιστα ότι είναι και περισσότερες από τους σκύλους.
  11. Όλοι οι αδέσποτοι σκύλοι έχουν στο αυτί τους ένα κόκκινο (αν δεν κάνω λάθος) σκουλαρίκι για να μπορεί ο δήμος να τους ελέγχει.
  12. Σχεδόν όλες οι τουαλέτες είναι σε ελεεινή κατάσταση. Μυρίζουν και το καζανάκι δεν δουλεύει… Σε μερικές περιπτώσεις προτιμάς να τα κάνεις πάνω σου και να ρεζιλευτείς παρά να αναγκαστείς να μπεις εκεί μέσα… Υπήρχαν όμως και δυο-τρεις τουαλέτες που ήταν πραγματικά άψογες.
  13. Η μπύρα δεν έχει ωραία γεύση. Μοιάζει περισσότερο με νερό παρά με μπύρα. Είναι όμως πολύ φτηνή! Η πιο ακριβή μπύρα που ήπια έκανε 4 λίρες, δηλαδή περίπου 2 ευρώ.
  14. Στην Πόλη απαγορεύεται το eye-contact για όσους δε θέλουν να βρεθούν ξαφνικά στην αγκαλιά κάποιου Τούρκου γόη, με τον οποίο δε θα μπορούν να συνεννοηθούν κιόλας!
  15. Μην παραλείψεις να δοκιμάσεις όλα τα φαγητά (μη σκέφτεσαι ότι θα παχύνεις, αξίζει τον κόπο!) και κυρίως μην παραλείψεις να δοκιμάσεις προφιτερόλ και αιράνι (γιαούρτι αραιωμένο σε νερό με αλάτι)
  16. Δοκίμασε όλες τις γεύσεις ναργιλέ άλλά ρώτα πρώτα πού έχει τον καλύτερο ναργιλέ!
  17. Αν καπνίζεις Silk Cut φρόντισε να προμηθευτείς αρκετά πακέτα πριν πας στην Πόλη, καθώς εκεί δεν υπάρχει αυτή η μάρκα. Αν το ξεχάσεις, βολέψου με μια άλλη μάρκα τσιγάρων!
  18. Μην παιδεύεσαι με συγκοινωνίες. Πάρε ταξί όπου κι αν πας. Μην αφήσεις όμως να φανεί ότι είσαι τουρίστας γιατί είναι αποδεδειγμένα σίγουρο πως ο ταξιτζής θα σε κάνει βόλτες στην Κωνσταντινούπολη πριν σε πάει στον προορισμό σου και θα πληρώσεις τελικά τα μαλλιοκέφαλά σου!
  19. Πήγαινε οπωσδήποτε στην Αγία Σοφία, στις δεξαμενές του Ιουστινιανού, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στον πύργο του Γαλατά και στη γέφυρα, στο Μπλε Τζαμί, στο Τοπ Καπί, στη Βλαχέρνα και στη Μονή της Χώρας με τα υπέροχα ψηφιδωτά.
  20. Επίσης δεν πρέπει με την καμία να ξεχάσεις να κάνεις ένα πέρασμα από τη στοά με τα μπαχαρικά! Όλη η Κωνσταντινούπολη σε μυρωδιές και γεύσεις βρίσκεται γύρω σου. Μπορείς μάλιστα να κλείσεις την αίσθηση που σου προκαλεί αυτή η πόλη σε μικρά φακελάκια αγοράζοντας μπαχαρικά και διάφορες γεύσεις από τσάι και να τη μεταφέρεις στη μαμά σου, που σίγουρα θα ενθουσιαστεί!
  21. Πήγαινε για πρωινό ή για μεσημεριανό σε κάποιο καφενείο κοντά στο Βόσπορο. Αγόρασε μπουρέκια με φέτα, σπανάκι και πατάτα και γλυκάκια, παρήγγειλε και τσάι και απόλαυσε τη θέα τρώγοντας τις νοστιμιές αυτές.
  22. Αγόρασε μπακλαβά. Είναι διαφορετικός από αυτόν που φτιάχνουν στην Ελλάδα. Πρόσεχε όμως τους κύριους που είναι υπεύθυνοι στο τρένο γιατί τον λιγουρεύονται και μπορεί να θελήσουν να σου τον πάρουν! Πες τους ένα «sihtir git» ή «ananin ami» και τελείωσες!
  23. Φρόντισε να κάνεις τρελά ψώνια για να σου φύγει το άχτι και να νοιώσεις ότι ξοδεύεις τα λεφτά σου χωρίς να σε νοιάζει, αλλά κάνε και τρελά παζάρια γιατί έτσι θα γλιτώσεις πολλά λεφτά.
  24. Πήγαινε στο μαγαζί T-box. Θα βρεις μικρούς, φθηνούς θησαυρούς σε μικρές συσκευασίες. Μην απορείς πώς γίνεται μία ολόκληρη φούστα να είναι συσκευασμένη σ’ αυτό το μικρό κουτί. Απλά άνοιξέ το και θα δεις πώς θα ξεδιπλωθεί μπροστά σου! Μαγικοοοοοό;
  25. Να πας σε μπαρ και καφετέριες που είναι ταράτσες. Ειδικά το βράδυ η θέα είναι μαγευτική! Όλη η Κωνσταντινούπολη αρχόντισσα μπροστά στα πόδια σου!
  26. Κάνε βόλτα σε παλιές συνοικίες (πρώην ελληνικές). Είναι λες και βρίσκεσαι σε ταινία εποχής. Άνθρωποι έξω από τα μαγαζιά τους να παίζουν τάβλι και να πίνουν – τι άλλο – τσάι, παιδιά ψιλοβρώμικα, φορώντας αλάνταβα ρούχα να παίζουν στους δρόμους, γυναίκες να καθαρίζουν σεντόνια και μαξιλάρια και γενικά μία ατμόσφαιρα σαν κι αυτή που παρακολουθούμε στα ντοκιμαντέρ.
  27. Μην ξεχάσεις να μου χαιρετίσεις το φίλο μου, τον καβούρ – καρπούζ! Μην τον μπερδέψεις με κανέναν άλλο! Είναι αυτός που συχνάζει στη γειτονιά της Εύας, το Sisli.
  28. Γενικά προσπάθησε να συμπεριφερθείς σαν να είσαι πρωταγωνίστρια του «Sex and The City»! Ψώνισε, κάνε βόλτες, φάε έξω και ποτέ στο σπίτι, χρησιμοποίησε ταξί για τις συγκοινωνίες σου και πίνε τσάι όλη μέρα. Μην ανησυχείς για τα λεφτά… Νομίζεις ότι θα ξοδεύεις πολλά αλλά στην ουσία ξοδεύεις πολύ λίγα… Προσοχή όμως!!! Μην κοιμάσαι με όποιον βρίσκεις μπροστά σου και σου κάνει τα γλυκά μάτια (όπως αυτές οι τσούπρες στο «Sex and The City»)… Είπαμε… μην τα ισοπεδώνουμε κι όλα!!!



Υ.Γ.1 Αυτό το post είναι για σας, Ελενίτσα και Ευάκι! Αφιερωμένο στα γέλια που κάναμε στην Πόλη και στις φοβερές-άπαιχτες-ανεπανάληπτες στιγμές μας! Άντε και καλή μας συνέχεια... Δύο χρόνια έμειναν ακόμη...

Υ.Γ.2 Ορίστε και κάτι χαρούμενο. Όπως ακριβώς το ζήτησες, Εύουσκα! Ευχαριστημένη; Δεν πιστεύω τώρα να ζητήσεις κι άλλο χριστουγεννιάτικο δώρο..!





25/09/2006

7.12.06

Arcangelo I

βότκα με στιμμένο λεμόνι και τα γνωστά τραγούδια να γαργαλάνε το μέσα μου κι έτσι απλά και ήρεμα σχεδόν αυθόρμητα βγαίνουν όλα στην επιφάνεια, αυτά που ήθελα να πω γίνονται ζευγάρι με αυτά που δεν ήθελα να πω κι αυτά που φοβόμουν να πω αγκαλιάζουν σφιχτά αυτά που δεν ήξερα ότι ήθελα να πω κι όλα αυτά μαζί μου βάζουν ένα τσιγάρο στα χέρια, ένα τσιγάρο που δεν προλαβαίνω να καταλάβω πότε έχει τελειώσει, δεν κάθομαι αναπαυτικά συνέχεια αλλάζω θέση στρίβω από τη μία γυρίζω από την άλλη αλλά πάντα σε κοιτώ στα μάτια μα η αλήθεια σου δε με ανακουφίζει όμως μου φτάνει που μου μιλάς
«να πληρώνουμε σιγά σιγά;»
«αμέ»
«10,50»
«πού έχουμε αφήσει τη λίμο;»
«σύνταγμα»
«α ok καληνυυύχτα»
«γειά σου και σένα μαρίτσα»

27.11.06

Regina del Ballo

Μικρή βασίλισσα του χορού,
Τι ωραία που χορεύεις! Και πόσο όμορφη είσαι με τα μαύρα σου μαλλιά να κουνιούνται ρυθμικά στην πλάτη σου, καθώς εσύ λυκνίζεσαι σαν ζωηρή πεταλούδα!
Θυμάσαι παλιά που τραγουδούσαμε μαζί; Μοιάζει σα να'ταν χθες. Έχει περάσει όμως καιρός από τότε. Ακόμη και τότε εσένα η ψυχή σου ήταν αλλού... Εσύ ήθελες πάντα να χορεύεις. Και μία μέρα μου το είπες... «Δε θέλω πια να τραγουδώ... Θέλω να χορεύω!» Κι εγώ το δέχτηκα. Γιατί ήθελα να είσαι ευτυχισμένη. Ευτυχισμένη μέσα στην αλήθεια σου. Κι από τότε εσύ χορεύεις κι εγώ σιγοψιθυρίζω κάτι μελωδίες παλιές και ίσως ξεχασμένες. Άλλοτε πάλι τραγουδώ δυνατά κι η ατμόσφαιρα γεμίζει τραγούδια παλιά και καινούρια. Δεν είναι όμορφα; Αλήθεια, δεν είναι;
Κι ήρθανε κι άλλοι που τους αρέσει να τραγουδούν. Κι ήρθανε κι άλλοι που τους αρέσει να χορεύουν. Είμαστε μια όμορφη παρέα...
Στιγμές στιγμές όμως δε νοιώθω την ευτυχία σου. Γι'αυτό δε γίναν όλα; Για να είσαι γελαστή.
Για να χορεύεις και να γελάς. Για να γελάς και να χορεύεις. Κι εγώ εκεί δίπλα σου να τραγουδώ αδιάκοπα και να σε χειροκροτώ! Τα μάτια σου δεν πρέπει να σκοτεινιάζουν. Το κεφάλι σου να μη χαμηλώνει. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια σου. Σήκω και χόρεψε αλλά μην προσπαθείς να με κάνεις κι εμένα να χορέψω... Δε θέλω και δε μπορώ. Εμένα μου αρέσει απλά να τραγουδώ. Σε παρακαλώ πάψε να μου ζητάς να χορέψω μαζί σου! Μη φοβάσαι πως είσαι μόνη σου. Είμαι κι εγώ εκεί, μονάχα λίγο πιο πέρα. Όταν κουραστείς από τις φιγούρες έλα πλάι μου κι εγώ θα σου δώσω νερό να ξεδιψάσεις. Έλα κοντά μου κι εγώ θα σου τραγουδήσω για να κοιμηθείς. Μα μην προσπαθείς να με κάνεις να χορέψω. Εμένα η ψυχή μου είναι αλλού...

25.11.06

Μια φορά κι έναν καιρό...

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που αγαπούσε ένα αγόρι.
Όταν το φεγγάρι έβγαινε στον ουρανό
το κορίτσι συναντούσε το αγόρι κοντά σ'ένα δέντρο δίπλα στη λίμνη
κι εκεί, στο φως της σελήνης, παραδινόταν
στην αγκαλιά του, στα χάδια του, στα φιλιά, στον έρωτά του
και ήταν ευτυχισμένη,
όμως
κάθε φορά που γύριζε στο σπίτι της
την περίμενε κάποιος άλλος κι ένοιωθε δυστυχισμένη.
Έλυνε τα μαλλιά της,
περπατούσε πάνω κάτω στο δωμάτιο,
κοιτούσε από το παράθυρο
και κατσούφιαζε χωρίς να γνωρίζει ούτε και η ίδια το λόγο,
ώσπου η μέρα περνούσε κι ερχόταν το βράδυ
και συναντούσε ξανά το αγόρι
και ήταν πάλι ευτυχισμένη.
Η αγκαλιά του τη γέμιζε ηδονή και όταν την κοιτούσε με τα μελαγχολικά μάτια του ένα ρίγος διαπερνούσε το κορμί της.

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που αγαπούσε ένα κορίτσι.
Όταν το φεγγάρι έβγαινε στον ουρανό
το αγόρι συναντούσε το κορίτσι κοντά σ'ένα δέντρο δίπλα στη λίμνη
κι εκεί, στο φως της σελήνης, την τύλιγε
στην αγκαλιά του, στα χάδια του, τη γέμιζε φιλιά κι έρωτα
και ήταν ευτυχισμένος,
όμως
κάθε φορά που γύριζε στο σπίτι του
τον περίμενε κάποια άλλη κι ένοιωθε δυστυχισμένος.
Έβγαζε τα ρούχα του, περπατούσε ξιπόλυτος στο μάρμαρο,
κοιτούσε από το παράθυρο
και χαμογελούσε ασυναίσθητα, χωρίς αιτία,
ώσπου η μέρα περνούσε κι ερχόταν το βράδυ
και συναντούσε ξανά το κορίτσι
και ήταν πάλι ευτυχισμένος.
Όταν την έπαιρνε αγκαλιά την ένοιωθε να τρέμει πάνω του και όταν εκείνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της μία πίκρα τον κυρίευε αναπάντεχα.
Μια νύχτα το φεγγάρι δεν είδε το κορίτσι και το αγόρι κοντά στο δέντρο δίπλα στη λίμνη, τους είδε μέσα στα νερά της να το κοιτούν κατάματα πιασμένοι χέρι χέρι.

Τέλος του παραμυθιού
Καληνύχτα
4/3/2004

24.11.06

Matrimonio insanguinato

Δύο φορές η ίδια παράσταση.
Δύο φορές οι ίδιοι ηθοποιοί.
Δύο φορές η ίδια υπόθεση.
Δύο φορές τα ίδια δάκρυα να κυλούν από τα μάτια.
Δύο φορές το ίδιο ρίγος στο κορμί.
Δυο φορές η ίδια επανάσταση της ψυχής απέναντι στο αναπόφευκτο.
Προκαταβολικό πένθος γι' αυτό που πλησιάζει;

Πονάει κάθε φορά που συνειδητοποιώ πως κάποτε θα πάψω να ανασαίνω, πως τα χείλη μου θα μελανιάσουν και τα μάτια μου, ακόμα κι αν παραμείνουν ανοιχτά, δε θα ξαναντικρύσουν τίποτα άλλο πέρα από ένα μαύρο φόντο.

ΔΕ ΘΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΝΟΙΩΣΩ!

Ίσως πάλι, ακόμη κι αυτό, να μην είναι τίποτα... Απλά θα συμβεί και θα τελειώσει κι αυτό κι εγώ μαζί του. Εκείνη όμως που πριν από λίγο καθόταν δίπλα μου στην παράσταση...;
Μία παράσταση, με ηθοποιούς, με υπόθεση, με δάκρυα να κυλούν στα μάτια, με ρίγος να πάλλει το κορμί, με μία ψυχή να επαναστατεί απέναντι στο αναπόφευκτο...

Τι θα γίνει με αυτή; Θα χαθεί πριν από μένα, μάλλον... Κι εγώ θα'μαι εκεί. Θα τη βλέπω να σβήνει και δε θα μπορώ να κάνω τίποτα. Και θα πονάω πιο πολύ! Κι εκείνη τη στιγμή θα εύχομαι να χαθώ. Να χαθώ για να μη δω. Για να μη νοιώσω!

Θα εύχομαι να πάψω να ανασαίνω.
Θα εύχομαι τα χείλη μου να μελανιάσουν και τα μάτια μου, ακόμα κι αν παραμείνουν ανοιχτά, να μην ξαναντικρύσουν τίποτα άλλο πέρα από ένα μαύρο φόντο.

ΘΑ ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΝΟΙΩΣΩ!

Υ.Γ. «Και τα όνειρά σου μες στα μάτια σε κοιτάζουν και σέρνουν κάτι πόθους γερασμένους. Μοιάζουν γυναίκες που τους ήρωες αγκαλιάζουν και τους φορτώνουν στα κρεβάτια ηττημένους... Μα όταν θα κλείσεις, όταν θα τελειώσεις, όταν διαβάσεις πολλά γραμμένα, θα δεις πως όλα μπορούνε να υπάρχουν, να συνεχίζουν χωρίς εσένα...» (Β.Π. & Θ.Μ. Καταδότες)

23.11.06

Έπεσε η αυλαία. Τέρμα το παραμύθι.

Έχω τη γεύση των χειλιών του στα δικά μου χείλη και το άρωμά του στο λαιμό μου. Ακόμα και τώρα αισθάνομαι το χέρι του τυλιγμένο γύρω από τη μέση μου. Τα μάτια του, μεγάλα και καθαρά, παρατηρούν το δικό μου βλέμμα, που ταξιδεύει στο ποτάμι.

«Σ’αγαπώ», ψιθυρίζει.
Δε μιλάμε…
«Εσύ μ’αγαπάς καθόλου;».
Τον κοιτάζω κατάματα και χάνομαι στο πράσινο των ματιών του. Αυτό το βαθύ βλέμμα ήταν όλη μου η απάντηση.
Ζητώ τα χείλη του ξανά και ξανά. Αναρωτιέμαι το γιατί, όμως η απάντηση δεν υπάρχει πουθενά. Απλά συνεχίζω να παραδίδομαι στα χάδια του, που με κάνουν να αναριγώ και ξεχνώ τα πάντα.
Τα βλέφαρά μου βαριά και ο ύπνος μου χαϊδεύει ερεθιστικά το μάγουλο. Όμως δε θέλω ακόμα να παραδοθώ στην αγκαλιά του. Φοβάμαι πως έτσι θα ξεχάσω την έντονη στιγμή που πριν από λίγο έζησα. Δε θα αφήσω κάτι τέτοιο να συμβεί. Θα κρατήσω τη γλυκιά αίσθηση που έχω στην ψυχή μου ζωντανή, ακόμα κι αν χρειαστεί να πονέσω… Είμαι όμως έτοιμη για κάτι τέτοιο; Αξίζει; Φοβάμαι να το σκεφτώ περισσότερο και να προσπαθήσω να δώσω απαντήσεις. Ίσως και να είναι καλύτερα να αγνοήσω έστω και για μία φορά το «πρέπει» και να ενεργήσω εντελώς αυθόρμητα.
Με φιλάει ακόμα μια φορά. Το φιλί του είναι μεθυστικά απαλό και τυραννικά αργό. Καθώς περνά τα χείλη του προς το λαιμό μου η καρδιά μου ξεσπά σαν πυροτέχνημα και η ύπαρξή μου ολόκληρη γνωρίζει την πλήρη απόλαυση. Κάθε κύτταρό μου μοιάζει με ένα μικρό εκρηκτικό μηχανισμό που από στιγμή σε στιγμή πρόκειται να εκραγεί.
Δεν είναι ένα απλό άγγιγμα χειλιών.
Είναι άγγιγμα ψυχών. Είναι έρωτας…




Παρασκευή 11 Ιουνίου 2004





Έχω ανάγκη , Βασίλης Παπακωνσταντίνου



Έχω ανάγκη μια σου λέξη,
μια αλήθεια μες τις αυταπάτες
και μια αγκαλιά να με γιατρέψει
από θανάσιμες αγάπες.
Έχω ανάγκη να βουλιάξω
μέσα στο πιο βαθύ σου βλέμμα,
απ’ την αλήθεια να τρομάξω
και να βουλιάξω σ’ ένα ψέμα
.

Έχω ανάγκη να σου δείξω
πως είμαι πλέον οπαδός σου,
με την παλάμη μου ν’ αγγίξω
τον πυρετό στο πρόσωπό σου,
Έχω ανάγκη να σε νοιώσω
σαν μία προσωπική μου νίκη.
Με πόσα βράδια να πληρώσω
τη μοναξιά που μου ανήκει...

Μια κρύα νύχτα του Σεπτέμβρη,
ένα σακατεμένο βράδυ,
μόνο τα μάτια σου θυμάμαι
δύο φλόγες μέσα στο σκοτάδι.
Μια κρύα νύχτα του Σεπτέμβρη,
που όσο θυμάμαι με πονάει...
Έχουν περάσει τόσα χρόνια
μ’ αυτή η αγάπη δεν περνάει...

Απόψε δε θα βγω στους δρόμους
στα όνειρά μου θα σε ψάξω.
Ότι δεν έφυγες ποτέ σου
έχω ανάγκη να φωνάξω.
Σ’ όποια αγκαλιά και να κοιμάσαι
εγώ μαζί σου θα ξυπνάω,
την πιο γλυκιά σου απουσία
έχω ανάγκη ν’ αγαπάω.

Κι έτσι για πάντα θα σαλπάρω
στην πλάτη του δικού σου ανέμου,
σαν να ‘σουν όρκος θα σε πάρω
που δε θα πάταγα ποτέ μου.

Αφιερωμένο μάτια μου…

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2004




Όλοι αλλάζουν…
Όλα αλλάζουν…
Αρκεί να μη φοβούνται να τολμήσουν.

Η μουσική, όπως πάντα, δυνατά. Η στιγμή είναι η πιο όμορφη ολόκληρης της ημέρας. Είναι η στιγμή που τα δύο πιο φωτεινά στοιχεία του κόσμου συναντιούνται και παίζουν ένα ερωτικό παιχνίδι που ποτέ όμως δεν είναι το ίδιο. Ο ήλιος παραχωρεί τη θέση του στο φεγγάρι δίνοντάς του ένα απαλό φιλί και το φεγγάρι έρχεται να φωτίσει τις νύχτες των ανθρώπων. Αυτή η ερωτική σύζευξη γίνεται αισθητή μόνο αν κλείσεις τα μάτια σου και αφήσεις το κοκκινωπό χρώμα της ένωσής τους να χαϊδέψει τα μαλλιά σου…
Με κλειστά μάτια τι άλλο μπορώ να σκεφτώ πέρα από εκείνον που μου θυμίζει την ομορφιά…;


Τρίτη 15 Ιουνίου 2004

Αγκαλιά Ανάγκη Απουσία
Βραδινό Βλέμμα
Γρήγορα Γλυκά
Δημήτρη
Ένιωθα Έφυγες
Ζει
Ήθελα Ηδονή
Θάρρος
Ίνδαλμα
Κοιτάς Καρδούλα Καλοκαίρι
Λόγια Λάθος Λιώνει
Μάτια Μικρό Μου
Νύχτα
Ξένοι
Όνειρο Όρκος
Περιπλανήσεις Ποτάμι Πάντα Πονάει
Ραγίζω
Σιωπή Στενά Σκιές
Τέλος Τρέχω
Υποσχέθηκες Υπάρχει
Φιλί Φλόγα
Χέρι Χάδι
Ψέμα Ψύχρα
Ωχ…

(Χίλιες Σιωπές, Ελένη Τσαλιγοπούλου)