2.11.05

La bellezza del fino


Caprice

Για όλους υπάρχει μία μεγάλη αγάπη..
Μεγάλη και μοναδική ταυτόχρονα. Αυτό το κάτι που σε ζαλίζει αυθόρμητα, που δε θέλεις να του αντισταθείς απλά και μόνο επειδή όλο το είναι σου δε σε αφήνει να του ξεφύγεις… Δε σε αφήνει να ξεφύγεις από την αγκαλιά του. Δε σε αφήνει να απομακρυνθείς από την ανάσα του που σε κρατάει ζωντανό και σε κάνει κάθε ώρα, κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο να αναρωτιέσαι πώς μπορούσες μέχρι πριν να ζήσεις χωρίς αυτό… Δεκαοχτάρικες υπερβολές; Όχι! Δεκαοχτάρικες ανάγκες… Σπάνιες, αλλά υπαρκτές! Τέτοιες ανάγκες σε κάνουν μερικές φορές γραφικό και ταυτόχρονα εύθραυστο. Σαν τη φλόγα του κεριού που τρεμοπαίζει δίπλα σου. Το ίδιο είναι… Αυτή η ανάγκη για προστασία και ερωτική στοργή, πόσο πολύ πονάει μερικές στιγμές. Πονάει και φαίνεται στα μάτια σου, στις κινήσεις σου, στην ανάσα σου, όταν είσαι στην αγκαλιά κάποιου που τίποτα απ’ όλα αυτά δε μπορεί να σου προσφέρει κι όμως αρνείσαι να ξεκολλήσεις από πάνω του. Κοιτάζεις δύο σημάδια στο λαιμό σου, τα αγγίζεις με τα ακροδάχτυλά σου και πονάς απαλά, ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη σου κι αναρωτιέσαι γιατί συνεχίζεις να επιμένεις σε κάτι που δε σε γεμίζει, παρά μόνο σου δίνει δύο βογκητά ηδονής… Δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό. Ακόμα κι αν προσπαθήσεις να δώσεις μία, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να αισθανθείς τύψεις για τη ζωώδη φύση σου που δε σε αφήνει να λυτρωθείς ή στη χειρότερη περίπτωση να καταλήξεις να είσαι ένα πλάσμα καταδικασμένο να μην αισθάνεται, παρά μόνα να θέλει να δίνει ανελέητα στο σώμα του αυτό που του ζητά χωρίς να υπολογίζει τις ανάγκες της καρδιάς του…
Μία από τις ελάχιστες φορές που γράφω χωρίς να είμαι λυπημένη, χωρίς να είμαι πνιγμένη από τύψεις και χωρίς να κοιτώ στα μάτια τη μοναξιά μου. Τώρα έχω άλλα πράγματα στο μυαλό μου. Πράγματα που με κάνουν να προσμένω αυτό που θα έρθει, ακόμα κι αν αργήσει, κι όχι να αναπολώ αυτά που με έχουν πληγώσει. Φυσικά και υπάρχει αφορμή – πάντα δεν υπάρχει άλλωστε; Κάτι το τόσο μικρό κι ίσως ασήμαντο σε κάνει να ξεδιπλώνεις την καρδιά σου και να την κοιτάζεις έτσι ματωμένη και γεμάτη ένταση να βροντοχτυπά σα να σε ικετεύει να την αφήσεις μόνη της στη μοναξιά της. Κι όμως εσύ επιμένεις να προσπαθείς να τη βοηθήσεις και να καθαρίσεις με ένα λευκό μαντήλι τις πληγές της. Μόνο που το μαντήλι αυτό έχει πλέον γίνει κατακόκκινο… Δε μπορεί να ρουφήξει άλλο αίμα!