18.5.07

Arcangelo III

Αυτή τη φορά ανεβήκαμε στα ύψη στηριζόμενες σε λευκά χερούλια και χρυσά ροφήματα. Με τα μάτια χορέψαμε γύρω από τη φωτιά σου που σπαρταρούσε δυνατά. Όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο πολύ καίει. Όχι εμένα, ούτε τους άλλους, αλλά εσένα. Όταν ηρεμήσει το συναίσθημα θα είναι λυτρωτικό. Και το μέσα σου θα καταλαγιάσει και θα ξέρει πια προς τα πού να στραφεί. Η πυξίδα του κόκκινου ποδηλάτου σου θα σταματήσει το μουρμουρητό και το μόνο που θα ακούγεται πια στον κόσμο σου θα είναι το δικό σου τραγούδι που δε θα’ χει τέλος!
Ήταν από τις ελάχιστες φορές που δεν άκουγα γύρω μου. Με συνεπήρες εσύ και η φωτιά σου, που η λάμψη της δε με άφηνε να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από πάνω της. Κι ας με μούδιαζε. Και να που τώρα προσπαθώ να θυμηθώ τι με έκανες να νοιώσω και το μόνο που έρχεται στο νου μου είναι ένα καρδιοχτύπι. Δικό σου; Δικό μου; Δεν ξέρω…