29.1.07

Όναρ

Τώρα κανείς δε βλέπει, κανείς δεν ακούει και κανείς δε θα προσβληθεί. Μόνο εκείνη είναι μέσα στο δωμάτιο... Εκείνη κι ο Δημήτρης Χορν, που τραγουδάει
«Ποιος το ξέρει, τι μας έγραψε η μοίρα, ποιός το ξέρει...
Κι αν μας βρει μαζί και τ’ άλλο καλοκαίρι, ποιός το ξέρει…
Ποιός το ξέρει, αν θα ζήσει ο έρωτάς μας, ποιός το ξέρει...
κι αν το χέρι σου χαϊδέψει άλλο χέρι, ποιός το ξέρει…»
Και τώρα το δάκρυ μπορεί να κυλήσει χωρίς ίχνος ντροπής! Όχι μόνο ένα αλλά ολόκληρος βουβός χείμαρρος. Και η ματιά θολώνει… Κι όλα αυτά γιατί; Για ένα ανόητο βραδινό όνειρο που ξύπνησε τις θύμησες και που ξαναέφερε στην επιφάνεια συναισθήματα κηδευμένα από καιρό… Μα ήταν τόσο αληθοφανή και τόσο εφησυχαστικά γνώριμα εκεί, που αφέθηκε και
ξέχασε να θυμηθεί πως πρέπει να ξεχάσει.
Το σκηνικό άγνωστο μα το ρίγος στην καρδιά το ίδιο. Της είπε ότι θέλει να της μιλήσει… Είχε περάσει καιρός από τότε που τον είδε τελευταία φορά. Και τον συνάντησε ξανά τυχαία στην αυλή ενός σχολείου που έμοιαζε έτοιμο να καταρρεύσει… Εκείνη φορούσε ένα τεράστιο πανωφόρι και έχει και μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα ταχυδρόμου περασμένη στον ώμο της. Ανέβηκαν μία σκάλα πράσινη και απότομα στριφογυριστή. Εκείνος ανέβηκε πρώτος κι εκείνη πήγε να τον βρει μετά από λίγο. Στο τέλος της σκάλας υπήρχε ένα πολύ μεγάλο φωτεινό δωμάτιο. Ήταν κι άλλοι εκεί. Πολύς ο κόσμος. Καθόντουσαν όλοι στο πάτωμα πάνω σε κάτι τεράστια μαξιλάρια κόκκινα και μπλε.
Τον είδε που καθόταν σε μια γωνιά και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.
Έκατσε.
Μπροστά του.
Και τον ρώτησε τι ήταν αυτό που ήθελε να της πει.
Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Χαιρόταν τόσο πολύ που τον έβλεπε μετά από τόσο καιρό. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Της φαινόταν το ίδιο όμορφος με τότε. Μόνο που το βλέμμα του ήταν πιο ραγισμένο από ποτέ. Φοβόταν αυτό που θα άκουγε. Τι μπορούσε να θέλει μετά από τόσο καιρό; Εκείνος δε μιλούσε… Ούτε καν την κοιτούσε. Έπαιζε με το φερμουάρ από το μπουφάν του. Έπαψε λοιπόν κι εκείνη να ρωτάει κι άρχισε να λύνει και να δένει τα κορδόνια από τα παπούτσια της. Ξανά και ξανά και ξανά. Είχε αρχίσει να νοιώθει όμορφα μόνο και μόνο που καθόταν κοντά του και μπορούσε σηκώνοντας το βλέμμα από τα παπούτσια της να δει τη μορφή του. Δε χρειαζόταν πια να πασχίζει να μην ξεχάσει το χρώμα των μαλλιών του, τον τρόπο που στεκόταν, τη μυρωδιά του αέρα όταν εκείνος βρισκόταν κοντά της. Όχι γιατί εκείνη το ζήτησε. Εκείνος το θέλησε. Μετά από τόσο καιρό που εκείνη αναρωτιόταν αν τη σκεφτόταν καθόλου και - σε στιγμές μανιώδους αυτοκαταστροφής – αν την αγάπησε ποτέ…
Ξαφνικά, κρατώντας ακόμη το κεφάλι σκυφτό, σήκωσε το βλέμμα του και της είπε : «Θέλω να σου πω για ποιο λόγο σε άφησα τότε…».
Πώς τολμούσε να το λέει αυτό; Γιατί; Γιατί αναμόχλευε κάτι τόσο οδυνηρό; Με ποιο δικαίωμα τη γύριζε πάλι πίσω; Τι την ένοιαζε να μάθει τώρα πια;
Μα τα δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια του μαλάκωσαν λίγο το θυμωμένο τρέμουλο των χειλιών της. Δεν πίστευε ποτέ ότι ήταν ικανός αυτός να πονέσει τόσο που να κλάψει. Ή μήπως έκλαιγε από φόβο;
«Πώς τολμάς!», του είπε θυμωμένα. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του χωρίς να πάψει ούτε για μια στιγμή να την κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια. Σαν να είχε καταφέρει τόση ώρα που στεκόταν σκυφτός να περιμαζέψει όλο το θάρρος που του είχε απομείνει για να της χαρίσει αυτό το αξέχαστα πράσινο βλέμμα. Κι εκείνη ήθελε τόσο πολύ να τον αγκαλιάσει και να τον καθησυχάσει φιλώντας τα δακρυσμένα μάτια του αλλά ήταν πολύ θυμωμένη για να το κάνει. Σήκωσε το χέρι του δειλά και χάιδεψε το μάγουλό της κι έπειτα πέρασε τα δυο του δάχτυλα πάνω από τα σφιγμένα χείλη της. Πόσο τραγικά αντιφατικό… Τον αγαπούσε βαθιά αλλά είχε ξεχάσει πώς να του το δείχνει. Κι εκείνος την αγαπούσε, αλλά είχε αργήσει πολύ να βρει τον τρόπο για να της το δείξει. Πώς είχαν αντιστραφεί έτσι οι ρόλοι…
«Θέλω να σου πω για ποιο λόγο σε άφησα τότε…», της ξαναείπε.
Ένοιωσε σα να δεχόταν μια δεύτερη σουβλιά στο στήθος της. Δε θα άντεχε να τον ακούσει να το ξαναλέει. Όρμησε κατά πάνω του και άρπαξε το πρόσωπό του με τα δυο της χέρια με τέτοιο τρόπο που τα μέτωπά τους ενώθηκαν. Έμοιαζαν κι οι δυο να προσεύχονται στο θεό του εγωισμού να τους αφήσει να φιληθούν. Μα όχι, ήταν πολύ φοβισμένοι για να επιτρέψουν στην προσευχή τους να ανέβει στα ουράνια και να εισακουστεί. Εκείνη έβαλε το πρόσωπό της στο λαιμό του, έσυρε τα χείλη της στο αφτί του και ψιθύρισε με ένταση μέσα στα θυμωμένα αναφιλητά της «Πες μου, γιατί με άφησες!». Βογκούσε κι όμως συνέχισε να ρωτάει χωρίς να του αφήνει περιθώριο να απαντήσει και χωρίς να σταματάει ούτε καν για να ανασάνει. Η δική του ανάσα, βαριά και ρυθμική, έδινε ζωή και στους δύο. Τόση ένταση!
«Γιατί με άφησες; Γιατί; Γιατί με άφησες; Γιατί με άφησες; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί με άφησες; Γιατί, γιατί με άφησες;»
Κι εκείνος ήθελε να την καθησυχάσει αγκαλιάζοντάς την, μα ολόκληρο το κορμί της τρανταζόταν τόσο πολύ από την ένταση και με τα χέρια της τραβούσε μακριά τα δικά του χέρια κάθε φορά που πήγαιναν να την τυλίξουν μέσα στην αγκαλιά του. Τι ήταν αυτό; Το πρόσωπό της ήταν τόσο κοντά στο δικό του, τα μάγουλά τους αντάλλασαν βασανισμένα φιλιά κι όμως στεκόταν αδύνατο να αγκαλιαστούν και να φιληθούν στην πραγματικότητα. Μέχρι που εκείνος χρησιμοποιώντας όλη του τη δύναμη την έπιασε από τους καρπούς των χεριών της και την ακινητοποίησε εντελώς. Το κορμί της συνέχισε να τραντάζεται σπασμωδικά για λίγο ακόμη. Μέχρι που εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να… να τι; Τι προσπαθούσε να πετύχει τόση ώρα; Δεν ήξερε… Απλά αυτό που τόσο καιρό αισθανόταν όταν τον έφερνε στο νου της είχε πάρει σάρκα και οστά. Και τι αισθανόταν; Ένα απροσδιόριστο αμάλγαμα γλύκας και θυμού. Ένα αναπάντεχο άγγιγμά του από το πουθενά μέσα στην αγκαλιά του τίποτα… Το δωμάτιο έγινε σκοτεινό και ο κόσμος που βρίσκονταν τριγύρω εξαφανίστηκε με τρόπο μαγικό.
«Σε άφησα γιατί σε έβλεπα να μ’ αγαπάς τόσο απόλυτα με μια αγάπη αστείρευτη και δροσερή κι εγώ… το μόνο που μπορούσα να σου προσφέρω εγώ ήταν μια αγάπη ανθρώπινη, σαν όλες τις αγάπες του κόσμου. Κι αυτό δεν ήταν αρκετό. Είσαι πλασμένη για κάτι θεϊκό κι ανείπωτο κι εγώ δε μπορούσα να σου το προσφέρω.»
«Το ξέρω…», του απάντησε εκείνη με μάτια ήρεμα πια και στεγνά.

Δεν την περίμενε αυτή την κουβέντα από τα χείλη της. Ελευθέρωσε τα χέρια της κι αποτραβήχτηκε από κοντά της.
Κι εκείνη σηκώθηκε, έφτιαξε το πανωφόρι της κι έβαλε πάλι στον ώμο την τσάντα της. «Μα ποτέ δε σου ζήτησα να με αγαπήσεις όπως σε αγαπούσα. Το μόνο θεϊκό στην αγάπη μου ήταν ότι δε σου την πρόσφερα ζητώντας αντάλλαγμα. Και το μόνο ανθρώπινο στη δική σου αγάπη ήταν ότι πίστεψες πως θα το κάνω.», του είπε ματωμένα.
Και κατέβηκε την πράσινη κι απότομα στριφογυριστή σκάλα σιγοτραγουδώντας :
«Όνειρό μου όμορφο, όνειρο φτωχό,
θα σε πάρει κάποτε τ’ άγριο τ’ αγέρι...
Και φοβάμαι πάντοτε και ανησυχώ,
τι θα γίνει η αγάπη μας, άρα ποιός το ξέρει...»

22.1.07

Αξίζει;

Σ' ένα τοίχο, ανάμεσα σε συνθήματα για το Θρύλο και σε ξεχασμένα "σ' άγαπώ"...

Αξίζει...

17.1.07

Un Giocatore ?

Αν δε φαντάζεσαι φωτιές, με κάρβουνα μην παίζεις...
Αν δε φαντάζεσαι φωτιές, μαζί μου να μην παίζεις...


Μ.Π.