31.8.07

άγχος - θυμός / θλίψη - χαρά

27.8.07

αύγουστος ήταν
αύγουστος είναι
.
δεν το χρειάζομαι πια να σου μιλώ
δεν ξέρω τι έγινε και πώς έγινε
με άφησες
σε έδιωξα
με ξέχασες
θέλησα να σε αφήσω
μπόρεσα
έπρεπε
ήρθε η ώρα
τι σημασία έχει...
.
βγήκες από μέσα μου ήσυχα και διακριτικά, όπως ακριβώς είχες έρθει...
μπαλκόνι, 5 Αυγούστου 2007
.....Κάθε φορά που με αναγκάζω να σκεφτώ ο νους μου πάει σε σένα. Άλλοτε φτιάχνω εικόνες, θυμάμαι εικόνες, σβήνω εικόνες κι άλλοτε αδυνατώ να δω κάτι και αρκούμαι στον αντίλαλο του ονόματός σου. Καθώς περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο θολώνει το πρόσωπό σου. Φοβάμαι. Φοβάμαι πως σε λίγο θα πάψει να υπάρχει. Και τότε θα είσαι μόνο ένα όνομα που εγώ θα συνεχίσω να αγαπώ αναίτια. Και θα συνεχίσω να γράφω σε μια φιγούρα δίχως πρόσωπο. Θα συνεχίσω να γράφω στην ανάμνηση ενός πράσινου βλέμματος που όσο κι αν προσπαθώ δε θα μπορώ να φανταστώ τι αντικρίζει. Ενός ονόματος που όσες φορές κι αν προσπαθήσω δε θα μπορέσω να προφέρω έτσι όπως όταν σε επικαλούμουν ψιθυριστά κάποτε. Και ίσως τότε να πάψω να γράφω για σένα σε σένα και να καταλήξω να γράφω σε μένα γα μένα. Θα ‘χω χάσει το νόημα. Θα έχω εξαρτηθεί αλλά δε θα μπορώ να θυμηθώ από τι.
.....Κάθε φορά που ξεχνιέμαι κι ο νους μου ταξιδεύει και μπερδεύονται όνειρα με προβλήματα, ανάγκες με συμβιβασμούς, δάκρυα με μαύρο μολύβι ματιών ο νους μου καταλήγει σε σένα. Λες κι εκεί έχω μάθει να καταλήγω. Σε σένα. Κι απορώ με μένα που εξυψώνω κάτι τόσο νεκρό. Ναι, μπορώ να θυμηθώ εμένα όταν ήμουν μαζί σου. Μπορώ ακόμη, αν το θελήσω να προσπαθήσω, να θυμηθώ κι εσένα όταν ήσουν μαζί μου. Μα είναι ακατόρθωτο να θυμηθώ εμάς όταν ήμασταν μαζί.
.....Προσπαθώ πεισματικά να μην ξεχάσω, μα δε μπορώ να δώσω μια απάντηση στο ‘γιατί;’. Γιατί να μην ξεχάσω; Γιατί θέλω να πρέπει να θυμάμαι; Γιατί ο ήχος της φωνής σου που δεν τον θυμάμαι πια μα ξέρω πως είναι αυτός γιατί νοιώθω εσένα τριγύρω μου, να πρέπει να με ακολουθεί και να γυρνώ ξαφνικά το κεφάλι μου νομίζοντας πως σε άκουσα να μιλάς; Περπατώ σε δρόμους που υπήρξαν για μένα ο μόνος τρόπος να μείνω μακριά από σένα κι απ’ όλα τα άλλα. Περπατώ σε συνοικίες που τίποτα δε θυμίζουν από σένα, που δεν τις έχεις δει ποτέ σου, που δε μου μιλάνε για σένα, που δε μου μιλάνε για κανένα. Κι όμως γυρνώ απότομα το κεφάλι νομίζοντας πως θα αντικρίσω τη μορφή σου. Ίσως και να το κάνει γιατί είμαι απολύτως βέβαιη ότι δεν πρόκειται να ‘σαι εσύ. Κι αυτό, όσο κι αν πονάει καθώς επαναλαμβάνεται όλο και πιο συχνά, την ίδια στιγμή ανακουφίζει την καρδιά μου που έμαθε να σέρνει μόνη έναν έρωτα γδαρμένο από εφηβικές καρδιές.
.....Κι ίσως τώρα να έχω φτάσει στο σημείο να με πιέζω να συνεχίσω να βολτάρω το στυλό μου πάνω στο χαρτί, επίτηδες για να μη σε βγάλω από τη σκέψη μου. Ίσως να μη θέλω μα θα με αναγκάσω για ακόμη μία νύχτα να φανταστώ προς ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να κοιτάξω για να συναντήσω το βλέμμα σου αν με μαγικό τρόπο κατάφερνα να σβήσω την επίγεια απόσταση που, όσο κι αν άλλοτε με έσωσε, τώρα φαίνεται να την αποζητώ κάπως λιγότερο. Κι όπως πάντα θα γυρνώ γύρω από τον εαυτό μου κοιτάζοντας στο κενό προσπαθώντας να αντικρίσω τη μορφή σου δίχως όμως να έχω κάτι να στυλώσω το βλέμμα μου, που θα παραμείνει μετέωρο και μόνο. Κι όπως πάντα θα έρθει η πραγματικότητα της τωρινής κατάστασης να μουτζουρώσει κι έπειτα να τσαλακώσει με κακία τα χαρτιά μου. Και θα μπερδευτώ, θα χαθώ, θα σφίξω τα δάχτυλά μου, θα παραιτηθώ και θα σε αφήσω να ξεφύγεις από την άκρη του ματιού μου και να γλιστρήσεις στο μάγουλό μου. Μα δε θα σε αφήσω να πέσεις. Ποτέ δε σε αφήνω να πέσεις. Με την άκρη της γλώσσας μου θα σε οδηγήσω πάνω στα χείλη μου.
Θέλω να σε βρω κι αυτό το βράδυ. Έστω κι έτσι… Δε θα είσαι πια μονάχα η σκέψη, Θα είσαι το αληθινό, πραγματικό υγρό, πέπλο που θα έχω απλώσει πάνω στο πρόσωπό μου. Θα ‘σαι κοντά…
σαλόνι, 11 Αυγούστου 2007
Ούτε καν είχε περάσει από το μυαλό μου Τότε ότι μετά από τρία χρόνια και δέκα ημέρες θα βρισκόμουν στην Αθήνα αγκαλιάζοντας το πάτωμα του σπιτιού που Θα νοίκιαζα και κοιτώντας το κινητό θα προσπαθούσα να πάρω μια απόφαση – σύμφωνα με τη λογική εύκολη κι ασήμαντη, σύμφωνα με οτιδήποτε άλλο όμως τρομερά δύσκολη και σημαντική. Μια απόφαση σχετικά με σένα και το άκουσμα της φωνής σου. Σχετικά με σένα που με άφησες μόνη μπροστά στη δημοτική βιβλιοθήκη. Σχετικά με σένα που τρόμαξα να σε αναγνωρίσω όταν γύρισες από το νησί. Σχετικά με σένα που λίγο πριν το άγγιγμά σου μου έφερνε ρίγη και ξαφνικά μετά από έξι λέξεις σου στη σκέψη του και μόνο ένοιωθα ένα φρικαλέο πόνο. Τότε όχι, ούτε καν είχε περάσει από το μυαλό μου… Μα νά, είμαι εδώ, Αύγουστο, να σ’ αγαπώ όχι τόσο όσο παλιά, μονάχα πιο συνειδητά. Και να διστάζω. Μάλλον από φόβο. Όχι δεν ντρέπομαι που το λέω. Φοβάμαι μη μ’ αφήσεις πάλι μόνη, όπως έκανες τότε. Τώρα το μέσα μου σ’ έχει συγχωρέσει για το τότε, δεν ξέρω όμως αν μπορεί να το ξανακάνει αν υπάρξει κάποιο καινούριο τώρα. Ίσως γι’ αυτό προτιμώ να διστάζω. Γιατί κατάφερα επιτέλους να θυμηθώ πως είναι να σ’ αγαπώ χωρίς θυμό και αρνούμαι να αφήσω τον οποιονδήποτε να με κάνει πάλι να το ξεχάσω. Ακόμη κι αν αυτός ο οποιοσδήποτε είσαι εσύ από την άλλη άκρη της γραμμής.